Του Ηλία Προύφα
Περισσότερο προσεκτικοί στις δηλώσεις και τις τοποθετήσεις τους σε συνεντεύξεις θα πρέπει να είναι οι υπηρεσιακοί παράγοντες της υγείας και να μην ξεχνούν (δημόσια),έστω και άθελα όπως πιστεύουμε στην προκειμένη περίπτωση, τη συνδρομή του Στρατού, όταν αναφέρονται στην εκκένωση του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Αλεξανδρούπολης, λόγω της καταστροφικής πυργκαγιάς που απειλούσε την περιοχή και το ίδιο το νοσηλευτικό ίδρυμα.
Λόγω της άψογης διαδικασίας εκκένωσης, το θέμα αναδείχθηκε και πολύ σωστά από όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, κάτι που γίνεται ακόμη και αυτές τις μέρες με συνεντεύξεις εμπλεκομένων υγειονομικών παραγόντων.
Αναφερόμαστε στη συνέντευξη που παραχωρήθηκε πριν λίγες ημέρες, στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, από το Διοικητή του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Αλεξανδρούπολης, κ. Ρούφο, ο οποίος αναφερόμενος στη μοναδική στα χρονικά, ιδιάζουσα επιχείρηση εκκένωσης του ΠΓΝΑ, δεν έκανε καμία ονομαστική αναφορά στη συνδρομή του Στρατού, παρά μόνο στον ”άρτιο συντονισμό του συνόλου των υπηρεσιών, Σωμάτων και πολιτικής ηγεσίας”.
Σημειωτέο ο Στρατός, δεν ανήκει στα Σώματα, αλλά στις Ένοπλες Δυνάμεις. Στα Σώματα ανήκουν η ΕΛΑΣ, η Πυροσβεστική και το Λιμενικό που και αυτά συνέδραμαν τα μέγιστα.
Θα παραθέσουμε αυτούσια τη συνέντευξη, πριν όμως θα θέλαμε να επισημάνουμε, γιατί ήμασταν παρόντες καλύπτοντας το στρατιωτικό ρεπορτάζ, ότι στο σχεδιασμό και την εκτέλεση της εκκένωσης του νοσοκομείου, δεν είχε εμπλοκή μόνο το υπουργείο υγείας, αλλά κύριο ρόλο και το υπουργείο άμυνας με τις Ένοπλες Δυνάμεις του και κυρίως το Στρατό Ξηράς με το υγειονομικό προσωπικό του 216 ΚΙΧΝΕ Αλεξανδρούπολης, που δε συμμετείχαν απλά, αλλά συμπρωταγωνιστούσαν στην επιχείρηση.
Αξίζει να μας απαντήσουν οι αρμόδιοι, πόσα ασθενοφόρα και πόσα στελέχη διέθεσε ο Στρατός Ξηράς εκείνο το βράδυ, που από την πρώτη στιγμή που εκδηλώθηκε πυρκαγιά στην περιοχή του νοσοκομείου, ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ, Στρατηγός Κωνσταντίνος Φλώρος, ο οποίος βρισκόταν σε ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας με τον ΥΕΘΑ Νίκο Δένδια, έδωσε εντολή στο Στρατηγό Διοικητή του Δ’ΣΣ, Αντιστράτηγο Δημόκριτο Κωνσταντάκο, να συνδράμει το υγειονομικό της 12ης Μεραρχίας, στην εκκένωση με όλα τα μέσα που διέθετε. Άρα μια δημόσια ονομαστική αναφορά νομίζουμε τη δικαιούταν. O Στρατός Ξηράς, θα το επαναλάβουμε, δεν συμμετείχε μόνο, αλλά συμπρωταγωνιστούσε.
Είναι αμέτρητες οι φορές που πήγε στην περιοχή του νοσοκομείου και στο λιμάνι ο Αντιστράτηγος Κωνσταντάκος και ο Υποστράτηγος Μπακιρτζής, οι οποίοι μαζί με το Συνταγματάρχη (ΥΙ) Παπάζογλου Λεωνίδα και τη Συνταγματάρχη (ΥΝ) Μηδιούρη Θεοδώρα, συντόνιζαν τα του στρατού.
Καλύπτοντας το ρεπορτάζ κατά τη διαδικασία της εκκένωσης και κυρίως κατά τη μεταφορά των ασθενών στο πλοίο ”ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ”, δεν μπορούμε να μην εξάρουμε το έργο της διοίκησης και του προσωπικού υγειονομικών και μη του ΠΓΝΑ, και του ΕΚΑΒ, στους οποίους αξίζουν συγχαρητήρια, αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και τη συνδρομή του Στρατού, η οποία εάν δεν υπήρχε, εκκένωση με τον τρόπο που έγινε εκτιμούμε πως δε θα είχε γίνει.
Ήμασταν τόσο μπροστά κατά τη μεταφορά των ασθενών στο πλοίο (πιο μπροστά δε γινόταν) και είδαμε ιδίοις όμμασι τα στελέχη του υγειονομικού του 216 ΚΙΧΝΕ, που και αυτά πρωτοστατούσαν στη διακομιδή, όπως και τον αριθμό των ασθενοφόρων…
Δεν είχε μόνο το υπουργείο υγείας εμπλοκή, είχε και το υπουργείο άμυνας και μάλιστα σημαντική και η μη σκόπιμη ονομαστική αναφορά των Ενόπλων Δυνάμεων, τη χαρακτηρίζουμε άδικη, για όσα στελέχη έβαλλαν πλάτη στην εκκένωση.
Ακολουθεί η συνέντευξη του Διοικητή του ΠΓΝΑ στο ΑΠΕ
«Η εκκένωση του ΓΠΝΑ ήταν μία τεράστια επιχείρηση», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διοικητής του ιδρύματος
της ανταποκρίτριάς μας Λ. Παπαδημητρίου
«Η εκκένωση του Γενικού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης ήταν μία τεράστια επιχείρηση που έπρεπε να ολοκληρωθεί σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο -διήρκησε τεσσερισήμισι ώρες. Με λεπτομερή σχεδιασμό για να μη κινδυνέψει κανένας από τους 220 ασθενείς, με άρτιο συντονισμό του συνόλου των υπηρεσιών, Σωμάτων και πολιτικής ηγεσίας που συμμετείχαν προτάσσοντας τον επαγγελματισμό και καταπνίγοντας την όποια συναισθηματική φόρτιση που ανθρώπινα μας διακατείχε όλους». Με τις φράσεις αυτές ο διοικητής του νοσηλευτικού ιδρύματος παρουσιάζει μέσω του ΑΠΕ-ΜΠΕ τον σχεδιασμό μίας ιδιάζουσας επιχείρησης, μοναδικής στα χρονικά της χώρας και πως αυτός υπαγορεύτηκε λόγω της πυρκαγιάς που σχεδόν κύκλωσε την Αλεξανδρούπολη.
Σάββατο 19 Αυγούστου
«Με την έναρξη της πυρκαγιάς σε Μελία και Δαδιά το νοσοκομείο ετοιμάζεται, αρχικά ενισχύοντας το προσωπικό των ΤΕΠ, για το ενδεχόμενο μαζικής υποδοχής ασθενών, πιθανών εγκαυματιών, ανθρώπων με αναπνευστικά προβλήματα και πυροσβεστών και φαντάρων που επιχειρούσαν στα μέτωπα της φωτιάς. Τα περιστατικά τις πρώτες ώρες ήταν ελάχιστα, σε κάποια δεν έγινε εισαγωγή αλλά παρακολούθηση λίγων ωρών λόγω συμπτωμάτων έντονης κόπωσης και ταυτόχρονα ενημερωνόμασταν από την Πολιτική Προστασία και την Πυροσβεστική για την πορεία των μετώπων της φωτιάς. Αρχικά σε συνεργασία με τον διευθυντή της ιατρικής και τη διευθύντρια νοσηλευτικής ελέγξαμε τον αριθμό των διαθέσιμων κλινών κατά κλινική οι οποίες ανέρχονταν στις 300 και πλέον, καθώς η δυναμικότητα του νοσοκομείου που είναι από τα μεγαλύτερα της χώρας είναι τεράστια. Γνωρίζαμε λοιπόν ότι υπήρχε ετοιμότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό ως προς το να δεχθούμε ασθενείς και με τη δυναμικότητα των κρεβατιών αλλά και του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού του νοσοκομείου.
Κυριακή 20 Αυγούστου
«Το Σάββατο η πυρκαγιά ήταν πολύ μακριά από την περιοχή μας όμως από το πρωί της Κυριακής τα πράγματα άρχισαν λίγο ν’ αλλάζουν και νομίζω ότι σιγά σιγά όλοι αισθανόμασταν πως πλησιάζει προς τα εδώ και λόγω των ανέμων. Εκεί αρχίζουμε να επεξεργαζόμαστε με τους υπηρεσιακούς παράγοντες, τους διευθυντές και όλους όσοι μετέχουν στο σχεδιασμό σενάρια τα οποία σ’ έναν βαθμό υπάρχουν και σ’ έναν μεγαλύτερο θα έπρεπε να προσαρμοστούν στο συγκεκριμένο γεγονός της πυρκαγιάς που οδήγησε τελικώς στην εκκένωση».
Ο κ. Ρούφος διευκρινίζει ότι «το αν θα φτάναμε ή όχι στην εκκένωση δεν είχε να κάνει μόνο με το αν η φωτιά θα έφτανε στο νοσοκομείο. Η επιβάρυνση της ατμόσφαιρας από τον καπνό που σταδιακά πύκνωνε θα μπορούσε να είναι λόγος εκκένωσης χωρίς να φτάσει η φωτιά στην αυλή μας. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει αποπνικτική για προσωπικό και ασθενείς και επικίνδυνη γι’ αυτούς με αναπνευστικά προβλήματα. Επιπροσθέτως, θα μπορούσαν να προκληθούν προβλήματα στην ρευματοδότηση του νοσοκομείου από την πυρκαγιά, που θα ήταν καθοριστικά για τη λειτουργία κρίσιμων συστημάτων για την ασφάλεια των ασθενών ας. Όποιος δηλαδή ισχυρίζεται ότι το νοσοκομείο δεν έπρεπε να εκκενωθεί, προφανώς αγνοεί τα παραπάνω». Ελέγχεται αδιάλειπτα η λειτουργία των γεννητριών, κλείνουν τα παράθυρα του νοσοκομείου και ο κλιματισμός μπαίνει σε λειτουργία ανακύκλωσης μόνον του εσωτερικού αέρα.
Δευτέρα 21 Αυγούστου
«Προς το μεσημέρι της Δευτέρας η φωτιά αρχίζει να πλησιάζει και οι καπνοί να γίνονται πιο πυκνοί οπότε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για την οριστικοποίηση του σχεδίου εκκένωσης, το οποίο έχουμε επεξεργαστεί και είμαστε σχεδόν έτοιμοι να υλοποιήσουμε από το Σάββατο ακόμα, με την εποπτεία του υφυπουργού Υγείας κ. Θεμιστοκλέους και του διοικητή της 4ης ΥΠΕ Δ. Τσαλικάκη. Στην όλη διαδικασία το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η μεταφορά των ασθενών γιατί έπρεπε να απομακρυνθούν από το χώρο του νοσοκομείου καθώς ο βασικός σχεδιασμός αφορά την απομάκρυνσή τους όταν η φωτιά εκδηλώνεται εντός του κτιρίου οπότε και μετακινούνται στον αύλειο χώρο, ενώ τώρα η φωτιά ερχόταν απ’ έξω προς το νοσοκομείο. Γίνονται συσκέψεις, η επικοινωνία με το υπουργείο Υγείας και την 4η ΥΠΕ είναι συνεχής, ελέγχουμε όλα τα ενδεχόμενα τι θα μπορούσε να συμβεί δυνητικά, όλοι καταθέτουν σκέψεις και απόψεις έτσι ώστε να φτάσουμε να πούμε ότι αυτό είναι πάμε να το εφαρμόσουμε».
Στα νοσοκομεία της 4ης ΥΠΕ η μεταφορά των νοσηλευομένων
Ο διοικητής της 4ης ΥΠΕ μεταβαίνει στην Αλεξανδρούπολη και σε συνεργασία πάντα με το υπουργείο Υγείας γίνεται η συνεννόηση με τα νοσοκομεία της Υγειονομικής Περιφέρειας σε Κομοτηνή, Ξάνθη, Καβάλα και Διδυμότειχο για τον αριθμό των ασθενών και των περιστατικών που μπορούν να υποδεχθούν.
Το πλωτό νοσοκομείο
«Ταυτόχρονα μπαίνει στο σχεδιασμό η λύση του «Αδαμάντιος Κοραής» του πλοίου που κάνει το δρομολόγιο Αλεξανδρούπολη-Σαμοθράκη. Ήταν μια λύση plan B. Το λέω έτσι γιατί αν υπήρχε ο χρόνος να μεταφερθούν όλα τα περιστατικά στα νοσοκομεία που είχαν τη δυνατότητα να τ’ απορροφήσουν δεν θα την επιλέγαμε. Ωστόσο ξεκινώντας η εκκένωση λόγω των μετώπων της φωτιάς με μεγάλη ένταση και υψηλές θερμοκρασίες εκατέρωθεν της Εγνατίας ο δρόμος έκλεινε ανά διαστήματα και τα ασθενοφόρα δεν μπορούσαν να μεταβούν σε Κομοτηνή, Ξάνθη, Καβάλα. Στο μεταξύ μεταβαίνουν στην Αλεξανδρούπολη ο υφυπουργός Υγείας κ. Θεμιστοκλέους και ο πρόεδρος του ΕΚΑΒ κ. Παπαευσταθίου και όλοι μαζί εφαρμόζουμε το σχέδιο που είχαμε επεξεργαστεί και εξελίσσεται η όλη επιχείρηση. Επιθεωρήθηκε το καράβι, έγινε ένας σχεδιασμός επί τόπου για το που θα μπούνε οι ασθενείς, μεταφέρθηκαν στρώματα, υλικά, φάρμακα, οτιδήποτε θα μπορούσε να χρειαστεί και άμεσα στήθηκε ένα μικρό νοσοκομείο με διευθυντή ιατρικής υπηρεσίας και διευθύντρια νοσηλευτικής, γιατροί όλων των ειδικοτήτων και νοσηλευτές ώστε να υπάρχει συντονισμός και ασφαλής παραμονή των ασθενών για όσο χρόνο χρειαστεί.
Το πλοίο λοιπόν έχει δεσμευτεί από το υπουργείο και οι ασθενείς που μεταφέρονται σε αυτό με προορισμό την Καβάλα είναι οι τελευταίοι της εκκένωσης. Η λύση του στρατιωτικού νοσοκομείου απορρίφθηκε αμέσως καθώς το ίδιο βρίσκεται ανάμεσα στα μέτωπα της φωτιάς και το ΠΓΝΑ οπότε θα ήταν πιθανότερο η φωτιά να φτάσει πρώτα εκεί. Επιπλέον η δυναμικότητά του σε κλίνες είναι πολύ περιορισμένη».
Η μεταφορά των ασθενών
Το Σάββατο στο νοσοκομείο υπήρχαν 205 ασθενείς και επιπλέον 12 νεογνά και οκτώ στη ΜΕΘ, ωστόσο φτάνοντας στην υλοποίηση της εκκένωσης ο αριθμός μειώθηκε στους περίπου 170 καθώς τα ελαφριά περιστατικά, οι περιπατητικοί ασθενείς πήραν νωρίτερα εξιτήριο με ασφάλεια και τις απαραίτητες οδηγίες από τους θεράποντες ιατρούς, με δική τους πρωτοβουλία και των συγγενών τους. Τα 11 από τα 12 νεογνά που ήταν σε μονάδα εντατικής νοσηλείας μεταφέρθηκαν από νωρίς στο νοσοκομείο Καβάλας και το ένα στη Θεσσαλονίκη στο νοσοκομείο Παπαγεωργίου. Βάσει πρωτοκόλλου η διακομιδή έγινε από τα ελαφριά προς τα βαριά περιστατικά και με λεπτομερή σχεδιασμό και ως προς την ακριβή ώρα αναχώρησης -σε επίπεδο λεπτών- είτε με ασθενοφόρα είτε με λεωφορεία.
«Οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι του νοσοκομείου είναι παρόντες σε όλη τη διαδικασία, εμψυχώνουν ασθενείς και συνοδούς, κάτι που κάναμε όλοι μας ακόμη και οι μη ειδικοί. Παράλληλα έχει φτάσει στο νοσοκομείο ο υφυπουργός κ. Βαρτζόπουλος, ψυχίατρος ο ίδιος. Διοικητικοί καταγράφουν έναν προς έναν ποιος έφυγε και που πάει, ποιος μένει στο καράβι και υπάρχει ειδική μέριμνα ο ιατρικός φάκελος να συνοδεύει τον κάθε ασθενή, με όλους να διακομίζονται συνοδεία γιατρού. Θα περίμενε κανείς να υπάρξουν μικροεντάσεις ή αντιδράσεις στην όλη διαδικασία αλλά δεν συνέβη. Εκείνη την ημέρα, εκείνες τις στιγμές ο καθένας, ασθενείς, συνοδοί και προσωπικό, αισθάνθηκε την ευθύνη που έχει και φροντίσαμε με την παρουσία μας όλοι και ο υφυπουργός και ο πρόεδρος του ΕΚΑΒ να γίνει κατανοητό πως έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα, μεταφέροντας ένα αίσθημα ασφάλειας ότι ξέρουμε τι κάνουμε και το κάνουμε για την ασφάλειά τους, συντονισμένα και με συγκεκριμένο σχεδιασμό. Παράλληλα μέχρι και την ολοκλήρωση της εκκένωσης το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών λειτουργεί κανονικά».
Η φωτιά φτάνει στο νοσοκομείο
Η εκκένωση ολοκληρώνεται, ενώ έχουν ανοίξει τα μέτωπα σε Δίκελλα και Μεσημβρία, η Αλεξανδρούπολη βρίσκεται σ’ έναν πύρινο κλοιό και η πυρκαγιά φτάνει στο χώρο των κτιρίων της ιατρικής του Δ.Π.Θ δίπλα από το νοσοκομείο. Στο σημείο φτάνουν μηχανήματα της Περιφέρειας, πυροσβεστικά οχήματα, γίνεται διάνοιξη αντιπυρικών, «καταβάλλεται μία συνολική προσπάθεια όπου όλοι έκαναν αυτό που έπρεπε στο σωστό χρόνο», σημειώνει ο κ. Ρούφος «και ευτυχώς είχαμε το επιθυμητό αποτέλεσμα».
Σήμερα σχεδόν το σύνολο των ασθενών έχει επιστρέψει στο νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης με τον ίδιο λεπτομερή σχεδιασμό με τον οποίο απομακρύνθηκαν απ’ αυτό. Στο σύντομο διάστημα που το κτίριο έμεινε άδειο απολυμάνθηκε και έγινε έλεγχος στο σύνολο των εγκαταστάσεών του. «Το ευχαριστώ είναι λίγο και απευθύνεται σε πάρα πολλούς. Ήταν μία τεράστια επιχείρηση ακριβώς επειδή το νοσοκομείο είναι ένα από τα μεγαλύτερα της χώρας σε σημαντικότητα και το μεγαλύτερο σε μέγεθος, καλύπτει όλες τις ειδικότητες και υπάρχουν ασθενείς με όλες τις παθήσεις. Αποδείχθηκε για μία ακόμη φορά αυτό που διαπίστωσα πολύ νωρίς αναλαμβάνοντας τη διοίκηση -περίπου 15 ημέρες πριν την εμφάνιση της πανδημίας στη χώρα μας- ότι το σύνολο του προσωπικού του ΕΣΥ έχει αίσθηση της ευθύνης απέναντι στον ασθενή και ανταποκρίνεται στο καθήκον του. Δεν θα πω ότι νιώθω ικανοποίηση, ή αν τα καταφέραμε. Πιστεύω μόνο ότι όλοι κάναμε αυτό που έπρεπε την ώρα που έπρεπε και που δεν είναι άλλο από το να υπηρετούμε τον ασθενή».