Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Δένδιαςαπηύθυνε σήμερα, Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024, την κεντρική ομιλία της δεύτερης ημέρας του Συνεδρίου υπό τον τίτλο «Μεταπολίτευση 1974-2024, 50 χρόνια Ελληνική Εξωτερική Πολιτική», το οποίο διοργανώνεται στην Αθήνα από την εφημερίδα «Το Βήμα», το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων και το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Η θεματική της ομιλίας αφορούσε στη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας την πεντηκονταετία και την ομιλία του κ. Δένδια προλόγισε ο Συμεών Γ. Τσομώκος, Ιδρυτής και Πρόεδρος του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών.
Στην ομιλία του, ο Υπουργός Εθνικής υπογράμμισε:
«Θα ξεκινήσω όπως πάντα από το παρελθόν. Πάμε πίσω. Πού βρισκόμασταν. Υπήρξαν βασικές παράμετροι στις οποίες το ελληνικό πολιτικό σύστημα ευτυχώς μέσα από συγκρούσεις βέβαια και με διαφορετικές απόψεις στην αρχή, στο τέλος βρήκε έναν κοινό τόπο.
Αναφέρομαι στην συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι μεγαλύτεροι θα θυμόνται ότι δεν ήταν δεδομένο για το σύνολο τότε των ελληνικών κομμάτων. Τολμώ να πω ίσως ότι η άποψη εάν γινόταν μέτρηση, θα ήταν ίσως μειοψηφική όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έβαλε την Ελλάδα στην τότε ΕΟΚ.
Η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, η δημιουργία αργότερα στη δεκαετία του ’90 σχέσεων και μετά στρατηγικών σχέσεων με το Ισραήλ σε μια μακρά εμβάθυνση.
Η «Ατζέντα της Θεσσαλονίκης» του 2003, δηλαδή η ελληνική απάντηση στη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας με το όνειρο των ευρωπαϊκών Βαλκανίων. Έχει ήδη επιτευχθεί κατά το ήμισυ. Αναφέρομαι στα Ανατολικά Βαλκάνια. Είναι ένα ζητούμενο για το υπόλοιπο μισό, εξαιρετικά κρίσιμο, τα Δυτικά Βαλκάνια.
Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, νομίζω ένας από τους μεγαλύτερους θριάμβους της Πατρίδας μας και η αλλαγή στάσης απέναντι στην Τουρκία όσον αφορά στην Ευρωπαϊκή της προοπτική. Δηλαδή, επίσης η συναίνεση ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού πολιτικού συστήματος ότι θα ήταν ωφέλιμο για την Ελλάδα, η Τουρκία να αποκτήσει μία στενή σχέση και ίσως κάποτε να γινόταν μέλος της Ευρωπαϊκής μας οικογένειας.
Σε αυτό το επίπεδο συναινέσεων ήρθε το τέλος του 20ου αιώνα και η είσοδος στον 21ο αιώνα με μία μεγάλη αισιοδοξία σε ολόκληρο τον πλανήτη, δικαιολογημένη τότε αισιοδοξία.
Υπήρξαν γεγονότα που την θεμελίωσαν. Αναφέρομαι στο τέλος του Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, στο “GoodFriday Agreement” – τη λύση του Ιρλανδικού, στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την ιστορική ενοποίηση της Γερμανίας, στην είσοδο της Κίνας στο διεθνές σύστημα (συμβολικά μέσω της εισόδου της στο WTO), αραβική άνοιξη. Εκεί όμως παρατηρούμε πλέον ότι αυτή η υπόθεση εργασίας, μιας αισιόδοξης πραγματικότητας που εκφράστηκε ως «το τέλος της Ιστορίας», δεν μας οδήγησε εκεί που περιμέναμε. Επρόκειτο τελικά περί πλάνης.
Συγχρόνως (γιατί πάντα θέλω να βάλω τη διάσταση) η Τουρκία σιγά-σιγά στο τέλος και πιο φανερά στην αρχή της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, μετέβαλε πορεία κι άρχισε αντί να συγκλίνει να αποκλίνει από το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Θα μου πείτε γιατί έχει σημασία αυτό; Είναι προφανές, για έναν πολύ βασικό λόγο. Αν η Τουρκία αύριο το πρωί ως διά μαγείας αποδεχόταν το σύνολο του ευρωπαϊκού κεκτημένου, το 90% για να μην πω περισσότερο των προβλημάτων μας και το σύνολο της διαφοράς μας με την Τουρκία θα είχε επιλυθεί.
Η Τουρκία θα είχε αποδεχθεί το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και κατά συνέπεια τους κανόνες επί τη βάσει των οποίων θα μπορούσε να λυθεί η ελληνοτουρκική διαφορά στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Δεν βρεθήκαμε λοιπόν στον Παράδεισο κατά τον 21ο αιώνα. Βρεθήκαμε αντίθετα σε μια επιστροφή σε εποχές γεωπολιτικού ανταγωνισμού, τελικά επέστρεψε ο πόλεμος στην Ευρώπη και στον κόσμο και η Τουρκία τείνει πλέον από τότε προς νεο-οθωμανικά πρότυπα τοπικής ηγεμονίας, τελείως διαφορετικά στο επίπεδο του ιδεολογήματος από αυτό που ελπίζαμε.
Μάλιστα και δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας, νομίζω είναι επίσης κοινός τόπος όλων μας, ότι σιγά-σιγά διευρύνει την ατζέντα των αξιώσεών της απέναντι στην Πατρίδα μας.
Και θέλω να είμαι ξεκάθαρος απ’ την αρχή, για να μην υπάρχει καμία παρανόηση σε αυτό, το ακολούθησα άλλωστε ως Υπουργός Εξωτερικών και συνεχίζω να το ακολουθώ και τώρα: Πρέπει να συζητάμε με την Τουρκία, να μιλάμε με την Τουρκία, αυτή είναι η τοποθέτησή μου.
Όμως «μιλάμε» σημαίνει θέτουμε πάντοτε τα απαράδεκτα των τουρκικών θέσεων. Περιμένουν να τα ακούσουν άλλωστε κάθε φορά. Το “casusbelli” είναι διεθνές απαράδεκτο. Δεν υπάρχει άλλη χώρα η οποία να έχει εκδώσει απειλή πολέμου κατά γειτονικής ή άλλη χώρας εάν αυτή η άλλη χώρα ασκήσει νόμιμα δικαιώματα!
Και βεβαίως, το «Τουρκολιβυκό Μνημόνιο», το οποίο είναι ανυπόστατο και ανύπαρκτο.
Τώρα, σε αυτό το πλαίσιο για να δούμε τι κάναμε εμείς. Εμείς αναφέρομαι στην πρώτη Κυβέρνηση Μητσοτάκη, τότε είχα τα καθήκοντα του Υπουργού Εξωτερικών, για αυτό με είχε επιλέξει ο Πρωθυπουργός.
Χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε έναν εφιάλτη. Ποιος ήταν αυτός; Του γεωγραφικού αποκλεισμού της Ελλάδας από τη θάλασσα. Εάν είχε παραμείνει η κυβέρνηση Μόρσι στην Αίγυπτο ήταν ήδη σε προχωρημένες συνομιλίες με την Τουρκία για τον καθορισμό Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών χωρίς κατ’ ανάγκην να συμβαδίζουν αυτές οι καταρχήν τότε σκέψεις με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.
Εάν σε αυτό προσθέσετε το παράνομο και ανύπαρκτο Τουρκολιβυκό, καταλαβαίνετε τον κίνδυνο γεωγραφικού εγκλωβισμού της Ελλάδας. Έπρεπε λοιπόν να κινηθούμε γρήγορα και σοβαρά.
Είχα λοιπόν την ευκαιρία να διαπραγματευτώ ξανά με την Ιταλία και να επιλύσω υπογράφοντας τότε την συμφωνία καθορισμού Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μετά από 50 χρόνια διαπραγματεύσεων. Ίσως κάποτε θα άξιζε να γράψω ένα βιβλίο γιατί χρειάστηκαν 50 χρόνια για αυτό.
Και επίσης, αμέσως μετά, να ξεκινήσουμε και να καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο όπου εκεί οφείλω να πω ανεδείχθη μια τελείως διαφορετική αντίληψη. Η Ελλάδα μέχρι τότε συζητούσε υπό μια προϋπόθεση, ότι στην διαπραγμάτευση θα πάρει το 100% αυτού που διεκδικούσε.
Η συμφωνία με την Αίγυπτο δεν είναι μια τέτοια συμφωνία. Είναι ένας εξαιρετικός κατά την άποψή μου και εξαιρετικά ωφέλιμος για τη χώρα συμβιβασμός επί των αμοιβαίων απαιτήσεων. Και τον χαιρέτισε και η ελληνική κοινωνία, η ελληνική κοινή γνώμη και το ελληνικό πολιτικό σύστημα.
Και ανέδειξε πόσο λάθος ήταν η ακολουθούμενη τακτική, ιδίως στις διαπραγματεύσεις με τη Λιβύη πριν, διότι η Λιβύη επί Καντάφι προσέφερε στην Ελλάδα το 96,3% αυτού που η Ελλάδα ζητούσε. Και η Ελλάδα απέρριψε τότε την λιβυκή προσφορά.
Σήμερα παλεύουμε με το ανύπαρκτο Τουρκολιβυκό. Η συμφωνία με την Αίγυπτο όμως, θα έρθω να σας υπογραμμίσω και αυτό ενισχύει έναν άλλον συλλογισμό που θα κάνω μετά, έχει και μια άλλη διάσταση.
Έχει τη διάσταση της επεξήγησης στην Τουρκία και της ακύρωσης από την τουρκική πλευρά ενός επιχειρήματος, ότι η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη να συζητήσει σοβαρά.
Το επιχείρημα που έλεγε η Τουρκία μέχρι τότε σε όλους είναι: καλά, οι Έλληνες δεν συμφωνούν με εμάς, δεν συμφωνούν ούτε με τους Ιταλούς που είναι φίλοι τους, δεν συμφωνούν με οποιονδήποτε.
Η συμφωνία με την Αίγυπτο, που είναι και μερική συμφωνία, σε οποιονδήποτε καλόπιστο θεατή και ακροατή δίνει ακριβώς το έναυσμα να έρθει και αυτός να κάνει μία έντιμη και σοβαρή διαπραγμάτευση σε τι πλαίσιο όμως; Στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, αυτό είναι το πλαίσιο.
Διότι μία διαπραγμάτευση χωρίς κανένα κανόνα , δεν είναι διαπραγμάτευση. Μπορεί να είναι ποίηση, μπορεί να είναι λογοτεχνία, αλλά δεν είναι διαπραγμάτευση ή να σας το πω με ένα παράδειγμα: Αν πάμε να λύσουμε μία μαθηματική, γεωμετρική άσκηση και ο ένας πιστεύει στην ευκλείδεια γεωμετρία και την εφαρμόζει που έχει παράλληλες, και ο άλλος στην ελλειπτική γεωμετρία που δεν έχει παράλληλες και πάνε μαζί να λύσουν άσκηση δεν πρόκειται να λύσουν οποιαδήποτε άσκηση ποτέ. Συνομιλούν σε διαφορετικά επίπεδα.
Αυτή είναι η κατάσταση με την Τουρκία. Η Τουρκία αρνήθηκε να αντιληφθεί, και δεν νομίζω ότι αυτό έγινε επειδή δεν το κατάλαβε, το τι σήμαινε η μερική ελληνοαιγυπτιακή.
Σε διμερείς αμυντικές συμφωνίες με διάφορες χώρες, με τη Γαλλία, τεράστιας σημασίας, είχα την τιμή να την υπογράψω. Με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, είχα την τιμή να την υπογράψω. Δύο με τις ΗΠΑ, είχαμε την τιμή να τις υπογράψω.
Εκεί ιδίως με τα Εμιράτα διαβάσαμε σωστά. Τι διαβάσαμε σωστά; Διαβάσαμε σωστά το νέο γεωπολιτικό σκηνικό, το νέο γεωπολιτικό σκηνικό δεν ήταν και δεν είναι Άραβες και Ισραηλινοί. Είναι διαφορετικό. Το Ισραήλ με μία σειρά αραβικών χωρών είναι στο ίδιο μισό απέναντι σε άλλες χώρες και σε άλλους τρόπους σκέψεις.
Άρα συγχρόνως με τη συμφωνία με τα Εμιράτα, συγχρόνως με την εμβάθυνση με το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, εμβαθύναμε τις σχέσεις με το Ισραήλ, το Μπαχρέιν και με την Αίγυπτο. Ως Υπουργός Εξωτερικών στην Αίγυπτο είχα πάει 17 φορές!
Και γενικότερα εφαρμόσαμε, νομίζω υπηρετώντας το θεώρημα της ασφάλειάς μας, μία πολιτική. Την έλεγα «πολιτική επάλληλων κύκλων», όπως το παλιό σήμα της «Ολυμπιακής». Δεν έχει έννοια να τους περιγράψω, αλλά στοχευμένα ασχοληθήκαμε με την Ινδία, την Υποσαχάρια Αφρική, τις νησιωτικές χώρες αυτού του πλανήτη, με διεθνείς οργανισμούς, επιτύχαμε την εκλογή μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας, θέσαμε υποψηφιότητα για πρώτη φορά στην Ιστορία μας για την προεδρία της Γενικής Συνέλευσης. Μπήκαμε στη λουζοφωνία, αναδειχθήκαμε στη γαλλοφωνία.
Δημιουργήθηκε ένα πλαίσιο σχέσεων πολύ πιο πολύπλοκο από το απλό τουρκοκεντρικό πρότυπο ελληνικής εξωτερικής πολιτικής του παρελθόντος.
Και υπήρξαν καρποί. Η εκλογή μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας είναι ένας από αυτούς. Ξαναλέω, η οργάνωση του “OurOceanConference” στην Αθήνα ήταν ένα δεύτερο. Δεν υπήρξε, βεβαίως η δυναμική που περίμενα από το “OurOceanConference” δεν εκδηλώθηκε για λόγους που θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι του παρόντος.
Τώρα η δεύτερη κυβέρνηση Μητσοτάκη χρειάστηκε και χρειάζεται να αντιμετωπίσει μια επίσης δυσχερέστατη γεωπολιτική κατάσταση.
Δύο μεγάλοι πόλεμοι: Ένας στον Βορρά, στην Ουκρανία, Ρωσική εισβολή. Ένας στον Νότο, Μέση Ανατολή, εμφύλιος πόλεμος στο Σουδάν, πλήρης επικράτηση της τρομοκρατίας και των τζιχαντιστών στην Υποσαχάρεια Αφρική, εκδίωξη της συμμάχου μας Γαλλίας από την περιοχή αυτή, πλήρης αστάθεια στον Κόλπο, ένα χαοτικό περιβάλλον.
Εδώ, λοιπόν, ο ρόλος του σκληρού παρόχου ασφάλειας, που είναι οι Ένοπλες Δυνάμεις και η δυνατότητα αποτροπής μιας χώρας αποκτά τεράστιο ρόλο.
Και για να είμαστε ειλικρινείς, όταν μιλάμε για Ένοπλες Δυνάμεις ξέρουμε όλοι, τις τιμάμε, αγαπάμε κάθε έναν που φέρει την έντιμη στολή του Έλληνα Αξιωματικού. Όμως είναι ο χώρος για τον οποίο ήδη είχε αργήσει μια πολύ μεγάλη μεταρρύθμιση. Την μεγάλη μεταρρύθμιση αυτή την ονομάσαμε «Ατζέντα 2030».
Οι Ένοπλες Δυνάμεις του 21ου αιώνα, άξιες του ονόματος, δεν μπορούν να είναι φύλακες αχρήστων, κατακερματισμένων σε όλη την Επικράτεια στρατοπέδων. Και μάλιστα, Ένοπλες Δυνάμεις που πρέπει να αντιμετωπίσουν σκληρές απειλές.
Επίσης πρέπει και έπρεπε να αναπτυχθούμε στο πλαίσιο της Κυβερνοασφάλειας για να διασφαλίσουμε τον Έλληνα πολίτη και την ελληνική κοινωνία αλλά και να αναπτύξουμε δυνατότητες βοήθειας στις φυσικές καταστροφές, στις εκδηλώσεις της θέρμανσης του περιβάλλοντος.
Οι Ένοπλες Δυνάμεις, τελικά, ιδίως για την Ελλάδα, είναι το “ultimumrefugium”, το τελευταίο καταφύγιο. Και το είδαμε αυτό πολύ καθαρά στην Θεσσαλία, όταν χρειάστηκε να κάνουν πράγματα που είναι πολύ πέραν της αποστολής τους και πολύ έξω από τα καθήκοντα τους, όπως περιγράφονται. Αλλά το έκαναν.
Το κυριότερο, όμως, είναι να αλλάξουμε τελείως την κουλτούρα. Άλλος καιρός, άλλη εποχή, άλλα πράγματα. Η Δομή Δυνάμεων που βασίζονται στην Ναπολεόντεια προσέγγιση (Μεραρχία, Σύνταγμα, Τάγμα, Λόχος, Ομάδα) που λειτουργεί με έναν τρόπο παράταξης, με συγκεκριμένους σχηματισμούς.
Όλα αυτά έδειξε η Ουκρανία ότι είναι πράγματα του προχθές, όχι του χθες. Προχωράμε λοιπόν, μεθαύριο θα περάσει από το ΚΥΣΕΑ, σε μία τελείως διαφορετική αντίληψη Δομής Δυνάμεων. Με διαφορετικούς τύπους Ταγμάτων, διαφορετικό οπλισμό, drone, anti-drone σε κάθε Μονάδα, με δυνατότητες Κυβερνοπολέμου. Με διαφορετική προσέγγιση στα Εξοπλιστικά.
Θα μιλήσω αύριο στη Βουλή των Ελλήνων για τον Προϋπολογισμό. Υπάρχουν κόμματα, υπάρχουν πολιτικοί, ίσως και πολίτες που λένε, χαλάμε πολλά για την Άμυνα. Θα ρωτήσω την εθνική αντιπροσωπεία: «Τι εννοείτε χαλάμε πολλά για την Άμυνα; Πώς το μετράτε; Γιατί πολλά; Και όχι λίγα; Μπορεί να μη χρειάζεται να χαλάσουμε καθόλου. Αλλά, πρέπει να δούμε ποια είναι η απειλή όταν πρέπει να πούμε πολλά ή λίγα. Πόσα χαλάει αυτός ο οποίος μας απειλεί; Τι δυνατότητες έχει αυτός ο οποίος μας απειλεί; Εμείς είμαστε σπάταλοι χαλώντας 2 δισ.για εξοπλιστικά; Όταν ο αντίπαλος που έχει εκπεφρασμένη απειλή πολέμου (έχουμε αυτήν την ιδιαιτερότητα) χαλάει 26,7 δισ.; Πώς ορίζεται το πολύ ή το λίγο;».
Και επίσης δεν είναι ήδη ώριμο -για να μην πω αργοπορημένο- η Ελλάδα να αποκτήσει anti-drone και αντιαεροπορικό θόλο; Είναι περίεργο ότι πρέπει να καλύπτει όλη την Επικράτεια; Το καλό τού να τα ξέρεις είναι ότι δεν χρειάζεσαι και αυτό. Μας λένε, «αντιγράφετε το Ισραήλ». Καθόλου δεν αντιγράφουμε το Ισραήλ. Το Ισραήλ έχει αντιπυραυλικό θόλο. Ο δικός μας θόλος έχει μεγαλύτερη έμφαση στον anti-drone ρόλο.
Και μέσα σε ένα χρόνο έχουμε παράξει το πρώτο ελληνικό anti-drone σύστημα το οποίο δοκιμάστηκε σε πραγματικές συνθήκες πολέμου στην Ερυθρά Θάλασσα.
Είναι παράλογο ότι θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα πυραυλικό τείχος στον Αιγαίο; Κάθε φρεγάτα Belh@rra αξίζει 1 δισεκατομμύριο. Θα τη βάλουμε στα στενά το Αιγαίου; Θα κάνουμε αυτό που έπαθαν ο Πέρσες στη Σαλαμίνα; να μπουν τα μεγάλα βαπόρια στο στενό και να τους λιανίσει ο Θεμιστοκλής; Είναι και κυρίως, είναι πολύ πιο φτηνά από το να αντιμετωπίζουμε με συμβατικούς τρόπους. Το κύριο αντιαεροπορικό μας ισχυρότατο, κραταιό, είναι η Αεροπορία μας. Κάθε αεροπλάνο κοστίζει περί τα 100 εκατομμύρια. Έχει έννοια να το περιορίζεις σε αντιαεροπορικό ρόλο;
Πάμε σε συγχωνεύσεις, σε ομοιοτυπίες, σε οικονομίες κλίμακος. Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις έναν πολύ πλουσιότερο και μεγαλύτερο δυνάμει αντίπαλο, εάν δεν σκεφτείς δημιουργικά, δεν πρόκειται να κάνεις κάτι.
Και να σας πω και κάτι χθεσινό. Χθες υπήρξε ένα συμπόσιο ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Γαλλία στην καινοτομία. Η ελληνική προσπάθεια λέγεται ΕΛΚΑΚ, Ελληνικό Κέντρο Αμυντικής Καινοτομίας.
Τίποτα πρωτότυπο, το αντιγράφουμε. Έχουν οι Γάλλοι, έχουν οι Άγγλοι, έχουν οι Αμερικανοί (οι Αμερικανοί έχουν δύο-τρία το INFO QUEST της CIA, το DARPA είναι οι Ένοπλες Δυνάμεις και το Υπουργείο Άμυνας), έχουν τα Εμιράτα.
Προκήρυξε ένα διαγωνισμό το ΕΛΚΑΚ. Ποιο ήταν το ερώτημα; Πώς αντιμετωπίζουμε σμήνη drones; Το ελληνικό οικοσύστημα, το οποίο είναι εν τη γενέσει του, προσέφερε 141 απαντήσεις με τεχνικές προδιαγραφές. Αυτό σημαίνει απαντήσεις. Και απ’ αυτές 41 απαντήσεις επελέγησαν ως πολύ σοβαρές. Έχουμε τεράστιες δυνατότητες αν κινητοποιήσουμε το ανθρώπινο δυναμικό μας κι αν κινητοποιήσουμε τα ελληνικά μυαλά.
Τώρα πού πάμε στο μέλλον; Εξήγησα ήδη ότι θα πρέπει κατ’ αρχήν ο hardcoreπάροχος ασφάλειας, δηλαδή οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, να ακολουθήσουν αυτά που προβλέπει μια ανοιχτή και στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία ατζέντα, η «Ατζέντα 2030», ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στο ρόλο τους.
Πρέπει όμως να καταστήσουμε απολύτως καθαρό σε όλους, γιατί οι καλοί λογαριασμοί είναι αυτοί πάντα που κάνουν τους καλούς φίλους, ότι θα ακολουθήσουμε την ίδια πολυδιάστατη προσέγγιση στην εξωτερική μας πολιτική.
Διεκδικούμε να συνομιλούμε και να επηρεάζουμε αποφάσεις που λαμβάνονται και πέραν του στενού κύκλου των Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του στενότατου κύκλου που αφορά στην περιοχή μας.
Το τι γίνεται στην εξέλιξη του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, της Συνθήκης του ΜοντέγκοΜπέι, έχει για μας μεγάλη σημασία. Είχα την ευκαιρία να αδελφοποιήσω τη Σητεία με το ΜοντέγκοΜπέι, δεν το έκανα για λόγους δημοσίων σχέσεων.
Το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας θα επηρεάσει τα δικαιώματα του Ελληνισμού στη θάλασσα στο μέλλον. Έχουμε κάθε λόγο να έχουμε λόγο γιατί γίνεται στην Ερυθρά, γιατί αν κλείσει η δίοδος επικοινωνίας μέσω του Σουέζ, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη, η Αλεξανδρούπολη και η Καβάλα χάνουν κάθε αξία ως λιμάνια.
Έχουμε κάθε λόγο να ασχολούμαστε με τι συμβαίνει στην Υποσαχάρια Αφρική. Εκτός αν αποφασίσουμε ότι το Μεταναστευτικό δεν είναι ζήτημα που έχει καμιά σχέση με την Ελλάδα. Θα είναι λίγο παράδοξο.
Έχουμε κάθε λόγο να ασχολούμαστε με τους Ορθόδοξους Χριστιανικούς πληθυσμούς οπουδήποτε στην ευρύτερη περιοχή μας, όχι μόνο όταν είναι σε κίνδυνο αλλά ως μόνιμους συνομιλητές μας.
Και επίσης, θέλω να είμαι σαφής σε αυτό, καταλαβαίνω τη φοβία που προκαλεί το Μεταναστευτικό στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αλλά ταπεινή μου άποψη είναι ότι ειδικά για τους πληθυσμούς που υιοθετούν από την αρχή τμήμα της δικής μας παράδοσης και της δικής μας κουλτούρας πρέπει πάντοτε το ελληνικό κράτος, η Ελληνική Δημοκρατία να έχει μια ανοιχτή αγκαλιά.
Πρέπει να δούμε τι κάνουμε με το Δημογραφικό. Η Ελλάδα στον 21ο αιώνα κινδυνεύει να γίνει μια χώρα γερόντων 7 εκατομμυρίων. Και αυτό δεν είναι κάτι το οποίο μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε με επιδόματα που θα αποδώσουν σε 30, σε 50, σε 60 χρόνια.
Δεν είναι μια απειλή στο απώτερο μέλλον. Να σας το πω πρακτικά. Υπάρχει ένα κατώτατο όριο στη Δομή Δυνάμεων που χρειάζονται οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις για να απαντήσουν στις προκλήσεις της περιοχής. Αν ο ελληνικός πληθυσμός δεν μπορεί να συμπληρώσει αυτό το κατώτατο όριο τότε η Ελλάδα καθίσταται μια ανυπεράσπιστη χώρα. Και το λέω αυτό έχοντας αξιωματικά απορρίψει -που δεν σήμαινε ότι θα μπορούσε να γίνει βέβαια γιατί οι αριθμοί ίδιοι θα ήταν- τον επαγγελματικό στρατό.
Από το 1000 π.Χ. μέχρι τώρα ο Στρατός που υπεράσπιζε την Πόλη-Κράτος ή σήμερα την Ελληνική Δημοκρατία είναι ένας στρατός πολιτών.
Αυτή είναι η παράδοσή μας. Η ιδιότητα του πολίτη πάντα στη δική μας μακροχρόνια ιστορία είναι ιδιότητα του ένοπλου πολίτη. Αυτού που υπερασπίζει την Οατρίδα του.
Δεν ανατίθεται έναντι αντιτίμου σε αντιπρόσωπο. Και είμαστε υπερήφανοι για τα επαγγελματικά μας στελέχη. Αλλά δίπλα τους στέκεται ο Έλληνας πολίτης.
Και για αυτό θα μεταβάλλουμε πλήρως το πρώτο εξάμηνο του 2025 τη θητεία, όπως την αντιλαμβανόμαστε. Θα υπάρχει διαφορετική θητεία, διαφορετική εκπαίδευση, διαφορετική στελέχωση, διαφορετική νοοτροπία, διαφορετική ένδυση. Θα τα δείτε όλα αυτά να εξελίσσονται.
Ένα άλλο πράγμα το οποίο χρειάζεται και πρέπει η χώρα να συνεχίσει να έχει, είναι μια σαφή πολιτική προστασίας των μνημείων μας, κυρίως των ορθοδόξων μνημείων.
Ήμουν εδώ και δύο-τρεις μέρες στην Αγία Αικατερίνη στο Σινά, εκεί που υπάρχει ο μεγαλύτερος πλούτος ορθοδόξων εικόνων στον πλανήτη σήμερα. Δεν είναι αδιάφορη η τύχη τέτοιων μοναστηριών για το σημερινό Ελληνισμό.
Δεν είναι αδιάφορα τα Πατριαρχεία μας, δεν είναι αδιάφορα τα μνημεία μας, τα ορθόδοξα μνημεία στην ευρύτερη Βαλκανική.
Και μια και μιλάμε για τα Βαλκάνια, τα Δυτικά Βαλκάνια πρέπει να παραμείνουν χώρος απόλυτης προσήλωσης της χώρας με δύο άξονες. Ο πρώτος είναι η παρεμπόδιση του ισλαμικού φονταμενταλισμού, έχει ρίζες σε αυτές τις περιοχές. Ο κίνδυνος δεν είναι φανταστικός, είναι απολύτως υπαρκτός.
Ανοίγω παρένθεση: υπάρχουν συντηρητικές, και το λέω θετικά εγώ (η λέξη «συντηρητική» στο δικό μου λεξιλόγιο είναι θετική), λέω πάντα το αντίθετο της συντήρησης δεν είναι η πρόοδος. Το αντίθετο της συντήρησης είναι η σήψη. Το αντίθετο της προόδου είναι η οπισθοδρόμηση. Η συντήρηση είναι καλό πράγμα. Η σήψη είναι κακό πράγμα. Πρέπει λοιπόν να συντηρήσουμε την παρουσία μας στα Δυτικά Βαλκάνια και τα μνημεία που υπάρχουν στα Δυτικά Βαλκάνια. Και πρέπει να έχουμε ενεργή παρουσία εκεί.
Έχουμε στο Κόσοβο, έχουμε και τη μεγαλώνουμε στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη, έχουμε με το “airpatrolling”. Η χώρα δεν πρέπει να επιτρέψει ακόμα και σε φίλιες με αυτή χώρες να έχουν μονοπώλιο στην ευρύτερη περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων. Είναι ζωτικό μας συμφέρον.
Και φιλοδοξώ επίσης σύντομα ένας Υπουργός Εξωτερικών να υπογράψει τη συμφωνία παραπομπής στη Χάγη με την Αλβανία ακριβώς όπως είχε συμφωνηθεί κατ’ αρχήν και που συνιστά υπόδειγμα αυτού που προτείνουμε στην Τουρκία και το αρνείται διαρκώς.
Δημιουργήθηκαν προβλήματα με την Αλβανία. Είναι κατανοητή απολύτως αυτή τη στιγμή η ελληνική αντιμετώπιση εξαιτίας των παρατυπιών απέναντι στο κράτος δικαίου, όμως αυτή η συμφωνία κάποια στιγμή πρέπει να υπογραφεί.
Καταλήγω. Το θέμα είναι απλό, έχει λυθεί πολλά χρόνια πίσω. Υπάρχει μία πολύ ενδιαφέρουσα, πολύ πικρή στην κατάληξή της συζήτηση. Μετά τα δέκα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, όσοι θυμάστε από το σχολείο, υπάρχει η «Νίκειος Ειρήνη» και οι Αθηναίοι χρησιμοποιούν το διάστημα αυτό για να στερεώσουν την ηγεμονία τους στην θάλασσα.
Εκστρατεύουν, λοιπόν, στη Μήλο κατ’ αρχήν υπό τον Αλκιβιάδη. Οι Μήλιοι τους ζητούν το αυτονόητο: «Αφήστε μας στην ησυχία μας και στην ουδετερότητα μας. Δεν θα σας πειράξουμε ποτέ». Οι Αθηναίοι, βέβαια, τους απαντούν με ένα σκεπτικό: «Μας λέτε, τους λένε, ότι έχετε δίκιο. Αλλά το δίκιο έχει σημασία όταν υπάρχει ισχύς για την επιβολή του».
Όταν δεν συμβαίνει αυτό, όταν δεν υπάρχει ισχύς, τότε οι μεν ισχυροί κάνουν ό,τι τους επιτρέπει η ισχύς τους, οι δε αδύναμοι παραχωρούν ό,τι επιβάλλει η αδυναμία τους ή, όπως είναι ακριβώς γραμμένο, «δυνατὰδὲοἱ προύχοντες πράσσουσικαὶοἱἀσθενεῖςξυγχωροῦσιν».
Δεν φιλοδοξώ η Πατρίδα μου να «ξυγχωρήσει».
Σας ευχαριστώ πολύ».