Άρθρο του Υπουργού Εθνικής Άμυνας Νίκου Δένδια στην ειδική έκδοση «Οι Μεγάλες Ιδέες» της εφημερίδας «Κεφάλαιο» σε συνεργασία με την εφημερίδα New York Times, με κεντρικό θέμα «Τι φοβόμαστε;»
Ο φόβος είναι σύμφυτος και άρρητα συνδεδεμένος με την ανθρώπινη φύση. Πρόκειται για αρχέγονο συναίσθημα που έχει βαθύ αντίκτυπο σε όλες τις πτυχές της ζωής. Είναι ο «αόρατος αντίπαλος» που εμφανίζεται προ του κινδύνου, είτε πραγματικού και βάσιμου είτε φαντασιακού και ανύπαρκτου και «τρέφεται» από την αβεβαιότητα. Ρίχνει στην καθημερινή ζωή μια σκιά, που απορρέει από την πρόσληψη της απειλής σαν μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, η οποία ανατροφοδοτείται και διαμορφώνει ανάλογα την συμπεριφορά.
Ο μείζων κίνδυνος από τον μη ελεγχόμενο φόβο είναι η γέννηση διάχυτης ανασφάλειας, η έλλειψη εμπιστοσύνης στις ικανότητες και τις δυνατότητες ενός ατόμου ή ενός συλλογικού υποκειμένου, όπως και η αδυναμία λήψης ορθολογικών αποφάσεων. Ως εκ τούτου δύναται να μετατραπεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία και να οδηγήσει σε μοιρολατρική ακινησία και ετεροκαθοριζόμενη συμπεριφορά.
Σε ό,τι αφορά τον τομέα της Άμυνας, ο φόβος του πολέμου είναι ένα βαθύ και διάχυτο συναίσθημα που επηρεάζει πολίτες και έθνη. Περιλαμβάνει μια σειρά από ανησυχίες σχετικά με τη φυσική ασφάλεια, την απώλεια αγαπημένων προσώπων και την πιθανή καταστροφή των κοινωνιών από τη βιαιότητα και το χάος μιας πολεμικής σύγκρουσης. Μία ανησυχία που είναι εύλογη. Τα αγαθά της ειρήνης είναι ανεκτίμητα για κάθε εχέφρονα άνθρωπο. Πρόκειται για μία ανησυχία που δεν πρέπει να μετατρέπεται όμως σε «φόβο να επιχειρήσεις», στην περίπτωση που η αντίδραση με στρατιωτικά μέσα καθίσταται πραγματικά αναγκαία και επιβεβλημένη.
Είναι γνωστό άλλωστε ότι ο φόβος του πολέμου μπορεί να διαμορφώσει εθνικές πολιτικές και διεθνείς σχέσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αποκαλούμενες «ψυχολογικές επιχειρήσεις» επιχειρούν να δημιουργήσουν μία επίπλαστη εικόνα απόλυτης κυριαρχίας, ώστε ο δυνητικός στόχος μίας επιθετικής ενέργειας να μην επιχειρήσει καν να αντιδράσει και ει δυνατόν να ηττηθεί χωρίς να πέσει ούτε μία σφαίρα.
Αλλά αν επέτρεπαν στον φόβο να κυριαρχήσει οι Έλληνες, δεν θα αντιμετώπιζαν τους Πέρσες. Αν κυριαρχούσε ο φόβος, οι ήρωες του 1821 δεν θα έκαναν την Επανάσταση απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ούτε η Ελλάδα θα έλεγε αργότερα «Όχι» στις απαιτήσεις της φασιστικής Ιταλίας το 1940.
Βεβαίως, η αντιμετώπιση του φόβου δεν γίνεται με την επίκληση απλώς ιστορικών δεδομένων, ούτε με αλόγιστες και χωρίς σύνεση ενέργειες. Απαιτείται ψυχρή αναγνώριση της πραγματικής κατάστασης, αποφασιστικότητα, στρατηγική, σχέδιο, μεθοδικότητα και ορθολογική αντιμετώπισή του κινδύνου. Η ρήση του Νίκου Καζαντζάκη στην «Αναφορά στον Γκρέκο» («αν μπορείς κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει…») είναι ένας οδηγός για την αντιμετώπιση του φόβου, υπό την προϋπόθεση όμως ότι έχεις λάβει όλα τα μέτρα σε αυτή την κατεύθυνση. Με την αντιμετώπιση των αιτίων του αποδυναμώνεται στην πράξη ο φόβος και αυξάνεται το αίσθημα της αυτοεκτίμησης και της αυτοπεποίθησης, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Σε ό,τι αφορά τη γεωπολιτική θέση της χώρας, είναι πασιφανές ότι το γεωγραφικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα απαιτεί διαρκή επαγρύπνηση και προετοιμασία έναντι οιασδήποτε πιθανής απειλής κατά της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της και τη δημιουργία ακριβώς των συνθηκών που θα της επιτρέψουν να αντιμετωπίσει με αυτοπεποίθηση και όχι με φόβο οποιονδήποτε κίνδυνο. Όπως έχω επανειλημμένα τονίσει, η χώρα μας δεν έχει την τύχη να βρίσκεται στην περιοχή του Λουξεμβούργου. Ιδιαίτερα σε μια συγκυρία όπως η σημερινή, όπου κυριαρχεί η αβεβαιότητα για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας, οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι για όλα τα ενδεχόμενα.
Ήδη, η χώρα μας περνάει σε νέα εποχή στην ενίσχυση των αμυντικών της ικανοτήτων, με την υλοποίηση της μεγάλης μεταρρύθμισης που συντελείται μέσω της «Ατζέντας 2030». Ανταποκρίνεται στις νέες γεωπολιτικές προκλήσεις και θωρακίζεται απέναντι σε κάθε μορφή απειλής, είτε συμβατικής είτε υβριδικής. Αποκτά τις ισχυρότερες Ένοπλες Δυνάμεις στην ιστορία της. Αναδιοργανώνει τη δομή και λειτουργία τους με στόχο ένα σύγχρονο, ευέλικτο και επιχειρησιακά αποτελεσματικό σχήμα. Επενδύει στο έμψυχο δυναμικό το οποίο αποτελεί τον κύριο πολλαπλασιαστή της ισχύος. Εισάγει την έρευνα και την καινοτομία στις Ένοπλες Δυνάμεις, ενώ αξιοποιεί τις δυνατότητες που της παρέχουν η τεχνολογία και το έμψυχο επιστημονικό δυναμικό με τη λειτουργία του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας. Βελτιώνει τις υποδομές της και στρέφεται στην ανάπτυξη νέων μέσων από την εγχώρια παραγωγή. Δημιουργεί αντιαεροπορικό και αντι-drone θόλο. Επενδύει στην εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού και στην αναβάθμιση των υφιστάμενων υποδομών. Οικοδομεί στρατηγικές συμμαχίες και διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ΕΕ και στους ισχυρούς διεθνείς οργανισμούς στους οποίους μετέχει.
Παράλληλα, η Ελλάδα ενισχύει την αποτρεπτική της ισχύ με την απόκτηση σύγχρονων οπλικών συστημάτων, όπως με την απόκτηση των μαχητικών αεροσκαφών Rafale, τη συμμετοχή στο πρόγραμμα των F-35, τη ναυπήγηση των φρεγατών Belharra, τη διαπραγμάτευση για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα ναυπήγησης των φρεγατών Constellation και τη συμμετοχή επίσης στο πρόγραμμα της Ευρωκορβέτας. Όλα αυτά και αρκετά ακόμη δημιουργούν τις απαραίτητες συνθήκες αυτοπεποίθησης.
Βεβαίως, η χώρα μας δεν προκαλεί ούτε κάνει «επίδειξη δύναμης». Με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας επιδιώκει την ειρηνική συνύπαρξη με τα γειτονικά της κράτη, σύμφωνα με τις Αρχές του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Δεν αποδέχεται όμως οποιαδήποτε τυχόν απόπειρα επιβολής τετελεσμένων. Η Ελλάδα καθιστά σαφές στην πράξη ότι ουδεμία σχέση έχει με “failed states” τα οποία γίνονται βορά στις επεκτατικές διαθέσεις γειτονικών κρατών που παραβιάζουν την εδαφική κυριαρχία τους. Και ότι με αποφασιστικότητα και εθνική ομοψυχία, θα συνεχίσει να προασπίζεται τα εθνικά της συμφέροντα με συνέπεια και προσήλωση στις αξίες που την καθοδηγούν διαχρονικά.
Εν κατακλείδι, η αναγνώριση των κινδύνων απαιτεί σοβαρή προετοιμασία για την αντιμετώπισή τους. Στην κατεύθυνση αυτή η αναβάθμιση του αμυντικού σχεδιασμού και η επαύξηση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των Ενόπλων Δυνάμεων, είναι αναγκαίος όρος για μια Ελλάδα που όχι μόνο δεν φοβάται, αλλά είναι πάροχος ασφάλειας και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή.