ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΕ ΜΑΥΡΟΥΣ, ΠΡΑΣΙΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΔΕΡΦΟΥΣ …
……….για όσους τυχόν σκεφτούν να βρεθούν απέναντι…
«….ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ….»
..δεν ήρθαμε δώ κρυφά…μας άκουγες που ‘ρχόμασταν …
..δεν ήρθαμε δώ κρυφά…σου τρύπαγε τ’ αυτί και την ψυχή το στριγγό π’ ακουγοτανε.. …αυτό που ζορίζονται τα σίδερα αναμεταξύ τους.. εποιανού λέει θα περάσει το δικό του…για της γέφυρας..για του δοντιού..για να ‘βρει την πατησά του λέει το πέδιλο..
…δεν ήρθαμε δώ κρυφά.. την άκουγες την πέτρα να σπάει, χαλίκι να γίνεται…και το χώμα … πούδρα κολλημένη στη φτιασά μας…
…δεν ήρθαμε δώ κρυφά.. μας έβλεπες που ορχόμασταν…την έβλεπες τη σκόν’ να σκώνεται…, τα ντουμάνια και την καπνίλα μας,…. την ανάσα μας να καίει…
….δεν ήρθαμε δώ κρυφά…και η γης μας εχαιρέτησε που ανταμώσαμε λέει πάλι… εγνώρισε λέει η γης το σταυρό στη μπάντα και τον εθυμηθηκε απ’ τους παπούδες μας….και μας έδειξε η γης, οπού φυλάει με βλάβεια τα κόκκαλα τους και την πίστη τους την Αγία, να τα προσκυνήσωμε…
…δεν ήρθαμ’ εδώ κρυφά σου λέω….και από όπου γης περνάγαμε τροχαλάγανε μες στο φευγιό…
…δεν ήρθαμε εδώ κρυφά….και φωνάζανε : τρεχάτε ,τρεχάτε… μαύροι ορχόνται, …εγύρικε το σεϊτάν ασκέρ μωρέ…!!!…μην καθόστε….τρεχάτε…ερχόνται μαύροι!!..
…δεν ήρθαμε εδώ κρυφά…η γης ετράνταξε στο διάβα μας…και στα σκόρπισε τα τελευταία τα θάρρητα που σου ‘χαν απομείνει….μάταια κι αυτά…
….δεν ήρθαμε εδώ κρυφά….και τώρα δεν έχεις έ που να σταθείς….ε, τρέχα…τρέχα και συ μωρέ μπας και…
…δεν ήρθαμε εδώ κρυφά….εμείς ήρθαμε δω να θυμιατίσουμε με θειάφι κι αμμωνία ….μεις μ’ αυτό λιβανίζουμε…με τούτο λιβανιζόμαστε…και μ’ αυτό κάμουμε το σταυρό μας….
….δεν ήρθαμε εδώ κρυφά… εδώ ήρθαμε να κάψουμε, ή να καούμε…
…δεν ήρθαμε εδώ κρυφά…εδώ ήρθαμε πέτρα στην πέτρα πάνω να μη σ’ αφήκουμε…και να τρυπήσουμε στα ίσα το σίδερο με σίδερο….
….δεν ήρθαμε εδώ κρυφά…φιλήσαμε το βαγγέλιο και τους δικούς μας προ ‘ρθουμε…και κάμαμε και το σταυρό μας, ορθό να μη σ αφήκουμε ….να, μάρτυς μου ο Θεός και ο μπερές ο μαύρος μη σώσω να τον εξαναφορέκω…
…δεν ήρθαμε δώ κρυφά… εσύ έσκουζες…εσύ μας έκαμες να ‘ ρθουμε…
…δεν ήρθαμε δω κρυφά…σύ μας φώναξες να ‘ρθουμε…και μας έκαμες και τον καμπόσο, που μας βαστάγανε οι καλαμαράδες και τα γκουβέρνα τα πιασμένα….
….δεν ήρθαμε εδώ κρυφά….και στο μηνύσαμε και σ’ ορμηνέψαμε προτού…, «ε, διάβολε πάψε πια…μη σκούζεις»….μα συ δεν έπαψες…και έκαμες ν’ απλώσεις κατά δω κι από πανου..
…δεν ήρθαμε δώ κρυφά σου λέω…και το βρόχι…και το χιόνι.. και τ’ αγιάζι…κι η καύτρα μαζί δεν ημπορούνε να μας στακώσουν…μηδέποτες ημπορούσανε..
…δεν ήρθαμε δω κρυφά…και τους σβαρνίσαμε στο διάβα μας …και αυτούς και σένανε…
…δεν ήρθαμε δώ κρυφά…και σε έχουμε διαβάσει…και από τα πριν και απ’ τα τώρα και πάντα …και σε ‘χουμε «σταυρώσει» τώρα πια…μισές δουλειές δεν κάμουμε…ειδάλλως δεν κινούμε…
…δεν ήρθαμε δώ κρυφά…δεν έπρεπε να μας φωνάξεις…δεν έπρεπε να βρεθείς απέναντι στη θωριά μας…
…δεν ήρθαμε δώ κρυφά…και η γης πια τώρα τρέμει ανταριασμένη….
…δεν ήρθαμε εδώ κρυφά σου λέω….με τ’ αφτκιά μας τρύπια από καιρό, δεν ακούμε πιά ούτε με τα μάτια… ότι μας πει η ψυχή μονάχα ακούμε …και η ψυχή μας τώρα πιά , τρία πράματα διαβάζει μοναχά…το μπλε…το άσπρο…και ένα σταυρό…
….δεν ήρθαμε δω κρυφά…ετοιμασμένοι ήμασταν…δεν έπρεπε να μας φωνάξεις…
…..δεν ήρθαμε δω κρυφά, … …μα τώρα πια κινήσαμε…Υ.Γ. …Στο προσκεφάλι μου ..ένα εικόνισμα…η γαλανόλευκη…και η φόρμα μου…μ’ αυτά ξύπναγα.. μ’ αυτά κοιμόμουν…μ’ αυτά περπάτησα τις μέρες και τις νύχτες…από την Καρωτή και την Κακαβιά, ίσαμε το μοναστήρι των Αρχαγγέλων.. μεσ’ στα μάτια μου μαύρο και πράσινο ….και από το Ιπέκιο μέχρι το Γκάο και το Νέμπο, και απ’ το Κιντάλ στη Γκόμα, πάλι μαύρο και πράσινο έβλεπα…και στο δικό μας το γαλάζιο…απ’ το 79 μέχρι το 98 , μετράς από το δυό μέχρι το έξι και μετά στο 13…και ποντάρεις ή μαύρο ή πράσινο….στα μέρη τα δύσκολα…μόνο μαύρο και πράσινο θα δεις…Ψυχή βαθειά σε όλους τους αδερφούς τους Έλληνες που πείσμα βάλανε να ξαναφτιάξουν Θερμοπύλες …μονάχα με τα χέρια τους και με ένα πανί που μάγκωσε βαθιά μέσα μας και δεν το « παίρνει πια ο αέρας»…. Ψυχή βαθειά, και μαύροι και πράσινοι και όλοι μαζί …για να στηρίξουμε τώρα δα την πατρίδα…και να νικήσουμε…Τιμής ένεκεν : Π.Γ. (1892-1974)… Τιμημένε μαυροφουστανελά του 5/42, τι και αν δεν ήξερες γράμματα, τι κι αν υπόγραφες μ’ ένα σταυρό… δέκα χρόνια επολεμούσες…Άξιος που πάτησες πέρα απ’ το Σαγγάριο, και τυχερός ανάμεσα στους 35, ως αιτία για την ύπαρξη μου…Ήμουν έξι-εφτά χρονών παιδάκι που σε θυμάμαι.. ένα στριφτό σέρτικο στο χέρι, λιγομίλητος, και παρά τα χρόνια σου ματιά που έκαιγε και έβλεπε τα πάντα ένα γύρο….. και στο περπάτημα δε σε προλάβαινε κανείς …Μικρό παιδάκι, έτρεχα να σε προλάβω και μου ’χει μείνει : « …να προσέχεις που πατάς…να πατάς στο σταθερό και στο καθαρό ..όχι εκεί που γυαλίζει»…Πάντα όρθιος, ποτέ σκυφτός, και έτσι έφυγες….Και ‘κει πάνω, που θα βρήκες τους υπόλοιπους απ’ το σεϊτάν ασκέρ και το Μαύρο Καβαλάρη, θα μας βλέπετε και θα λέτε «…δεν πάνε καλά ‘κει κάτου…»..Που θα πάει.., θα τη βρούμε την περπατησιά μας…. Αναπαυμένη και περήφανη η ψυχή σου!!..
Παναγιώτης Γερογλής Ταξχος ε.α.