Συχνά σε συζητήσεις το τελευταίο διάστημα τίθεται το ερώτημα: «Θα γίνει πόλεμος με την Τουρκία;». Η απάντηση δεν είναι απλή. Προσωπικά θεωρώ ότι το ενδεχόμενο ενός πολέμου συγκεντρώνει λιγότερες πιθανότητες, από την περίπτωση να οδηγηθούμε σε έναν επώδυνο συμβιβασμό για τα εθνικά μας συμφέροντα. Κανείς όμως δεν μπορεί να αποκλείσει την περίπτωση μιας στρατιωτικής σύγκρουσης.
Έχει προετοιμαστεί η ελληνική κοινωνία για ένα τέτοιο σενάριο; Άραγε, πόσο έτοιμοι είμαστε για αυτό; Θα επιχειρήσουμε μια απάντηση μέσα από κοινά στοιχεία και παραλληλισμούς στην Ελλάδα του σήμερα και της περιόδου πριν την πτώση της Βασιλεύουσας (που σηματοδοτεί το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της ιστορικής πορείας του Ελληνισμού). Να υπενθυμίσουμε ότι η ιστορική μνήμη αποτελεί βασικό στοιχείο εθνικής επιβίωσης.
Χαρακτηριστικό στοιχείο πριν από την πτώση της Πόλης ήταν η βαθιά κοινωνική παρακμή και η φιλαυτία των κατοίκων. Η δημοσιονομική κρίση και η κρίση αξιών που διέρχεται σήμερα η χώρα μας, προσομοιάζει με αυτή της εποχής του Βυζαντίου. Ακόμα και τις τελευταίες ώρες πριν από την πτώση της Πόλης, όταν τα τείχη είχαν γκρεμισθεί από τους βομβαρδισμούς και χρειάζονταν άμεση επισκευή, οι πολίτες ούτε σε εκείνη την ύστατη ώρα δεν πείθονταν να παράσχουν τα αναγκαία υλικά και την εργασία αν δεν πληρώνονταν πρώτα.
Σήμερα, η Τουρκία έχει επιδοθεί σε ένα τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα και καθημερινά μας απειλεί λεκτικά, ή μας προκαλεί με επιχειρησιακές δράσεις. Στον αντίποδα, στη χώρα μας η δημοσιονομική κρίση και οι συνεχείς μειώσεις του αμυντικού προϋπολογισμού των τελευταίων ετών, έχουν αρχίσει να επηρεάζουν τη στρατιωτική ισχύ και απειλούν σε μεγάλο βαθμό το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων.
Παρ’ όλα αυτά δωρεές, όπως η πρόσφατη στο Πολεμικό Ναυτικό του εφοπλιστή Παναγιώτη Λασκαρίδη, σπάνια υπάρχουν. Αυτό που βιώσαμε τις δεκαετίες που πέρασαν ήταν ο λαϊκισμός και η διαφθορά. Φθάσαμε στο σημείο, η παραγγελία των οπλικών συστημάτων να γίνεται με κριτήριο το ύψος της “μίζας” και όχι την καταλληλότητα τους για την κάλυψη των εθνικών αναγκών.
Έλλειψη εθνικής ομοψυχίας
Πριν από την πτώση της Πόλης, λόγω των εσωτερικών διαφωνιών και των συγκρούσεων μεταξύ των προυχόντων, η κατάσταση που επικρατούσε καταδεικνύεται από τη φράση που αποδίδεται στον Λουκά Νοταρά, έμπορο και εφοπλιστή με λογαριασμούς σε τράπεζες της Βενετίας και της Γένοβας: «Είναι καλύτερο να δούμε στη μέση της Πόλεως να βασιλεύει το φακιόλι των Τούρκων, παρά η λατινική καλύπτρα».
Στην Ελλάδα του σήμερα και ενώ όλα τα σημάδια προοιωνίζονται μια κρίση με την Τουρκία, αυτό που παρατηρείται είναι η έλλειψη εθνικής ομοψυχίας και στρατηγικής για την αντιμετώπιση των νεοοθωμανικών οραμάτων του Τούρκου προέδρου. Αυτό που κυριαρχεί στο δημόσιο διάλογο είναι η σκανδαλολογία και η επίρριψη ευθυνών στους άλλους.
Πριν από την πτώση της Πόλης είχε αναπτυχθεί έντονο αντιστρατιωτικό πνεύμα από πολιτικούς και λόγιους της εποχής. Συνέπεια αυτού ήταν η λήψη μέτρων μείωσης των στρατιωτικών δαπανών, που συνέβαλλαν στην αποδόμηση των Ενόπλων Δυνάμεων (στρατού και στόλου) της αυτοκρατορίας. Σταμάτησαν να δίνουν κλήρο γης στους ακρίτες των συνόρων.
Τα κτήματά τους που ως τότε ήταν αφορολόγητα, μπήκαν σε φορολογία και κινδύνευαν να τα χάσουν, ή να γίνουν δουλοπάροικοι των δυνατών για τα χρέη τους. Γι’ αυτό πολλοί τα πουλούσαν, εξαγόραζαν τη στρατιωτική τους θητεία και αναζητούσαν καλύτερη τύχη στις πόλεις. Πολλοί νέοι προσπαθούσαν να αποφύγουν τη στράτευση και κλείνονταν σε μοναστήρια. Υπήρχε έλλειψη ενδιαφέροντος για την άμυνα και κοινωνική αποστροφή προς τον πόλεμο.
Η μείωση της στρατιωτικής θητείας
Στην Ελλάδα του σήμερα το ερώτημα: «Τι θέλετε, να κάνουμε πόλεμο με την Τουρκία;», επαναλαμβάνεται συνεχώς στο δημόσιο λόγο. Στα χρόνια της κρίσης περίπου 700.000 νέοι επέλεξαν να φύγουν από τη χώρα και να αναζητήσουν την τύχη τους στο εξωτερικό. Ένα ποσοστό από αυτούς θα επιλέξουν την ανυποταξία. Ο αριθμός των απαλλασσομένων από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις (λόγοι υγείας, ανυπότακτοι,), ανέρχεται στους 10.000 έως 12.000 ετησίως, δηλαδή η δύναμη μιας Μεραρχίας πολεμικής συνθέσεως.
Διερωτάται κανείς εάν το 12% της ελληνικής νεολαίας είναι ανάπηροι και ανίκανοι για στράτευση. Η διάρκεια της θητείας είναι συνεχώς μειούμενη. Στα τέλη του 20ού αιώνα κυμαινόταν σε 2 χρόνια ή και περισσότερο, μέχρι την περίοδο 2000-2004 όπου παρατηρείται μια μεγάλη μείωση από 24 σε 18 και τελικά 12 μήνες. Η τάση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 2009, όταν η θητεία έφτασε τους εννέα μήνες.
Οι μειώσεις αυτές δεν έγιναν με βάση την επιχειρησιακή αξιολόγηση, αλλά λόγω μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Ο μικρός χρόνος διάρκειας θητείας των οπλιτών και η ανάθεση σ’ αυτούς πολλαπλών καθηκόντων έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ανεκπαίδευτης εφεδρείας, η οποία αποτελεί ζωτικό επιχειρησιακό τομέα της εθνικής πολεμικής προπαρασκευής.
Παρά το γεγονός ότι το θέμα είναι γνωστό στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία, ουδείς αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος για μια απόφαση που θα προέβλεπε αύξηση της θητείας. Η έννοια του πολιτικού κόστους αφορά την απώλεια των εκλογικών ποσοστών ενός κόμματος, δηλαδή τη μη αποδοχή της συγκεκριμένης απόφασης από μία κοινωνία που δεν έχει συνειδητοποιήσει τον εθνικό κίνδυνο.
Πριν από την πτώση της Πόλης υπήρχε αδιαφορία και αναβλητικότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για την αντιμετώπιση του οθωμανικού προβλήματος, που προσομοιάζει με τη στρατηγική του κατευνασμού και της υποχωρητικότητας που εφαρμόζεται επί σειρά ετών από τη χώρα μας απέναντι στον αναθεωρητισμό της σημερινής Τουρκίας. Από τα παραπάνω αναφερόμενα δύναται κάποιος να βγάλει τα συμπεράσματά του και να δώσει απάντηση στο ερώτημα: «Είμαστε έτοιμοι για έναν πόλεμο με την Τουρκία;»
ΠΗΓΗ: https://slpress.gr