Τα καρδιολογικά μπορεί να είναι λιγότερο συχνά από τα πνευμονολογικά κατάλοιπα του κορονοϊού, αλλά σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιευμένα δεδομένα, κάποιοι άνθρωποι που πέρασαν covid-19 και ανεξάρτητα από τη βαρύτητα νόσησης, ένα χρόνο μετά παρουσιάζουν καρδιαγγειακή νόσο, ασχέτως αν ενδιαμέσως είχαν ή δεν είχαν μακροχρόνια covid.
Επίσης οι εμβολιασμένοι έχουν πολύ μικρότερη πιθανότητα από τους ανεμβολίαστους να εμφανίσουν μακροχρόνια covid, ενώ άτομα που πέρασαν κορονοϊό, εκδήλωσαν στη συνέχεια μακροχρόνια covid και εμβολιάστηκαν σε δεύτερο χρόνο, φαίνεται ότι ανακουφίστηκαν από τη συμπτωματολογία της μακράς Covid.
Τις ενδιαφέρουσες αυτές επισημάνσεις κάνει σε συνέντευξη της στο Πρακτορείο Fm και στην εκπομπή της Τάνιας Η. Μαντουβάλου “104, 9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ” η επίκουρη καθηγήτρια Παθολογίας και Λοιμώξεων ΕΚΠΑ στην Γ’ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική του νοσοκομείου “Η ΣΩΤΗΡΙΑ” και επιστημονική υπεύθυνη του Post Covid Iατρείου Γαρυφαλλιά Πουλάκου. Φαίνεται, όπως αναφέρει, ότι αυξάνεται η επίπτωση της στεφανιαίας νόσου, αρρυθμιολογικών διαταραχών, θρομβοεμβολών, αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων.
Στο ερώτημα αν ακόμη και ένας ασυμπτωματικός μπορεί να εκδηλώσει σε βάθος χρόνου στεφανιαία νόσο, η κ Πουλάκου, απαντά ότι οι επιστήμονες δεν είναι σίγουροι ότι κάτι τέτοιο έχει τεκμηριωθεί. Ωστόσο, όπως λέει για κάποιον που πέρασε τη νόσο ήπια στο σπίτι, φαίνεται ότι ένα χρόνο μετά, υπάρχει αυξημένος καρδιαγγειακός κίνδυνος.
Κάτω του 5% των ασυμπτωματικών εκδηλώνει long covid
“Τα ποσοστά εκδήλωσης long covid για τους ασυμπτωματικούς είναι εξαιρετικά χαμηλά, κάτω του 5%. Στους συμπτωματικούς όμως υπολογίζεται ότι ένα ποσοστό 30 – 40% εξακολουθεί και έχει συμπτώματα ή νεοεμφανιζόμενα συμπτώματα, μετά τις 4 εβδομάδες. Από αυτούς το μεγαλύτερο ποσοστό θα απαλλαγεί μέχρι τις 12 εβδομάδες. Αλλά ένα 5-10% των συμπτωματικών θα πληγεί από πολύ μακρό covid, το οποίο ξεπερνά τις 12 εβδομάδες και το τέλος του είναι απροσδιόριστο. Για παράδειγμα έχουμε ασθενείς με διαταραχή της γεύσης, η οποία επιμένει ένα χρόνο μετά”.
Η μακροχρόνια Covid από ό,τι φαίνεται ήρθε για να μείνει. Είναι μία οντότητα που θα μας απασχολεί πολύ από δω και πέρα. Κι εκείνο που μας προβληματίζει, είναι τα υπόλοιπα που θα αφήσει στη λειτουργικότητα του πνεύμονα, δηλώνει η κ. Πουλάκου. Για να τονίσει στη συνέχεια ότι υπάρχει ένας αριθμός ασθενών που πέρασαν μέτρια και σοβαρή νόσο, και από αυτούς ένα σημαντικό ποσοστό θα εγκαταστήσει πνευμονική ίνωση.
Αυτοί οι άρρωστοι θα χρειαστούν σίγουρα βοήθεια, αποκατάσταση και τακτική παρακολούθηση από πνευμονολόγο. “Και δεν ξέρουμε σε ποιο βαθμό αυτές οι βλάβες θα τους αφήσουν κάποια μονιμότητα”. Γνωρίζουμε πάντως από την αρχή της πανδημίας, συνεχίζει, ότι επηρεάζεται αρκετά η ψυχική σφαίρα, η ικανότητα εκτέλεσης των πνευματικών λειτουργιών. “Επίσης ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών μέχρι τρεις μήνες από τη νόσηση τους, δεν μπορούν να επανέλθουν στις φυσικές τους δραστηριότητες.
Έχουν δύσπνοια, ταχυκαρδίες, τάσεις λιποθυμίας, πόνο στο στήθος, κάποιοι κρατούν και μία δεκατική κίνηση. Το μεγαλύτερο ποσοστό από τις εκδηλώσεις είναι της κόπωσης, του βήχα και της δύσπνοιας και αντιπροσωπεύουν πάνω από το 40% των συμπτωμάτων των ανθρώπων με long covid”.
Στις επανανοσήσεις τα συμπτώματα long covid ενδέχεται να είναι πιο έντονα
Πώς άραγε συμπεριφέρονται στη μακροχρόνια covid οι επανανοσήσαντες; Δεν έχουμε ακόμη σαφή δεδομένα, γιατί οι επανανοσήσεις που είναι χαρακτηριστικό της Όμικρον και κυρίως της Όμικρον 2, άρχισαν να εμφανίζονται περίπου τον περασμένο Δεκέμβρη, εξηγεί η καθηγήτρια. Επισημαίνει όμως ότι δεν είναι καλό να επαναμολύνεται κάποιος, γιατί και οι επανανοσήσαντες έχουν αρχίσει και μπαίνουν στην παρακολούθηση για συμπτώματα long covid. Και το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι αν στην επανανόσηση τα συμπτώματα αυτά είναι πιο έντονα. “Είναι κάτι το οποίο φοβόμαστε, δηλαδή τη μακροχρόνια δράση του ιού σε αυτούς που επανανόσησαν, αλλά μένει να αποδειχτεί στο μέλλον”.
Από 10 μέρες έως 4 εβδομάδες η αρνητικοποίηση της pcr
Όσον αφορά το ερώτημα που ταλανίζει πολύ κόσμο που νοσεί, για το πόσες μέρες μετά την αρνητικοποίηση του μπορεί να ασκηθεί, η κ Πουλάκου διευκρινίζει: “Δεν υπάρχει ένα σαφές όριο που να προσδιορίζεται από την ημέρα της αρνητικοποίησης της PCR.
Ο κανόνας που ακολουθούμε είναι ότι πρέπει ο ασθενής να ακούει το σώμα του. Ξεκινάει με μία ήπια άσκηση και σταματάει εκεί που εμφανίζονται συμπτώματα κόπωσης, αδυναμίας, λιποθυμίας, ή ταχυκαρδίας. Βεβαίως σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να εξεταστεί από γιατρό, ίσως χρειαστεί ένας λειτουργικός έλεγχος της αναπνοής και μία καρδιολογική εκτίμηση”. Και οι απορίες δεν σταματούν. Το πόσο νωρίς ή αργά επέρχεται η αρνητικοποίηση συνδέεται αλήθεια με την βαρύτητα της νόσησης; “Όχι δεν συνδέεται. Ή αρνητικοποίηση της pcr μπορεί να είναι από 10 μέρες και σε κάποιους μπορεί να πάρει 3 και 4 εβδομάδες.
Πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ