Συνέντευξη ΥΦΕΘΑ Ιωάννη Κεφαλογιάννη στην εφημερίδα ‹‹το Manifesto›› και τη δημοσιογράφο Ντόρα Κουτρουκόη
Υπουργέ, εκτιμάτε ότι αλλάζουν τα γεωπολιτικά δεδομένα στην “γειτονιά” μας μετά την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ;
Εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την εξέλιξη της σύγκρουσης και το εύρος το οποίο αυτή θα αποκτήσει. Διαφορετικές θα είναι οι γεωπολιτικές επιπτώσεις αν η σύγκρουση Χαμάς – Ισραήλ παραμείνει οριοθετημένη και διαφορετικές αν αυτή εξελιχθεί σε ένα πόλεμο δι’ αντιπροσώπων ή αν επεκταθεί και σε έναν πόλεμο, για παράδειγμα, μεταξύ Ισραήλ – Ιράν. Πολλά θα εξαρτηθούν και από την ένταση της απάντησης του Ισραήλ στην αποτρόπαια τρομοκρατική ενέργεια της Χαμάς. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο, ότι πρόκειται για ένα αποσταθεροποιητικό γεγονός με πιθανές συνέπειες ένα νέο πληθωριστικό κύμα στη διεθνή οικονομία, νέες μετακινήσεις προσφύγων προς την Ευρώπη και την ανάδυση ενός νέου ρεύματος ισλαμικού ριζοσπαστισμού. Είναι επίσης σαφές ότι αυτή η διαρκώς επιδεινούμενη κατάσταση περιφερειακής ασφάλειας δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη τη χώρα μας.
Η Ελλάδα αναβαθμίζεται εξοπλιστικά. Πριν λίγες μέρες είδαμε την καθέλκυση της φρεγάτας “Κίμων”, σύντομα θα παραδοθούν στο ΠΝ οι Belharra “Νέαρχος” και “Φορμίων”. Κρίνετε ότι εν καιρώ ειρήνης θα πρέπει να υπάρξει και περαιτέρω ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων;
Η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της πατρίδας μας είναι προϋπόθεση για τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή μας. Μετά από μια δεκαετή οικονομική κρίση που δεν επέτρεπε στην Ελλάδα να υλοποιήσει εξοπλιστικά προγράμματα, τη στιγμή, μάλιστα, που αυτά εξελίσσονταν στην Τουρκία με ταχείς ρυθμούς, ο επανεξοπλισμός των Ενόπλων Δυνάμεων είναι επιτακτική εθνική ανάγκη. Ας μην ξεχνάμε ότι η ανισορροπία αμυντικής ισχύος ήταν μία από τις αιτίες για την προκλητική συμπεριφορά της γείτονος τα προηγούμενα χρόνια, η οποία εκδηλώθηκε με ποικίλους τρόπους. Σήμερα, παρά τις δυσκολίες των καιρών και με σεβασμό στα χρήματα των φορολογουμένων, το εθνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα προχωράει στη βάση ενός μακρόπνοου σχεδιασμού από τα Γενικά Επιτελεία. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ωστόσο, υπάρχει μια ποιοτική διαφορά. Τα εξοπλιστικά προγράμματα αποτελούν μέρος μιας πολυεπίπεδης εθνικής στρατηγικής για την αμυντική θωράκιση της χώρας μας, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκονται μια σειρά από πολυμερείς ή διμερείς συνεργασίες στον τομέα της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής. Μια από τις πιο εμβληματικές είναι αναμφίβολα αυτή μεταξύ Ελλάδας -Γαλλίας, από την οποία απορρέει τόσο η απόκτηση των φρεγατών στην οποία αναφερθήκατε όσο και των μαχητικών Rafale, αλλά το βασικότερο στοιχείο αυτής είναι ότι συνοδεύεται από μία δεσμευτική πρόβλεψη για αμοιβαία αμυντική συνδρομή σε περίπτωση απειλής της επικράτειας της μίας ή άλλης χώρας.
Αναφερθήκατε πρόσφατα στη ανάγκη αναβάθμισης της εκπαιδευτικής πολιτικής των Ανώτατων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Σχεδιάζετε αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις και σε άλλες Σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων;
Ζούμε, πλέον, στην εποχή του πολυχωρικού πολέμου, στον οποίο οι επιχειρήσεις διεξάγονται όχι σε τρία αλλά σε πέντε πεδία: Τη ξηρά, τη θάλασσα, τον αέρα, τον κυβερνοχώρο και το διάστημα. Είναι, επομένως, αναγκαίο, οι Ένοπλες Δυνάμεις να αποκτήσουν ένα στιβαρό γνωστικό υπόβαθρο στις επιχειρήσεις κυβερνοάμυνας, οι οποίες θα αφομοιωθούν στη συνέχεια στην Εθνική Αμυντική Στρατηγική. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζουμε τη δημιουργία ενός Τμήματος Πληροφορικής, στο πλαίσιο λειτουργίας της Στρατιωτικής Σχολής Αξιωματικών Σωμάτων, με βασική αποστολή την παροχή υποστήριξης στις μονάδες των Ενόπλων Δυνάμεων σε θέματα πληροφορικής, την αποτροπή κυβερνοαπειλών στον τομέα της Εθνικής Άμυνας, την ενίσχυση της κυβερνοασφάλειας, τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση κυβερνοεπιθέσεων.
Πιστεύετε ότι το πρόγραμμα “Θητεία-Ευκαιρία” που προωθεί το Υπουργείο θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα; Η πρόσφατη αλλαγή στη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας ανάλογα με το μέρος όπου υπηρετεί κάποιος δεν φάνηκε να αποδίδει τα αναμενόμενα.
Το Πρόγραμμα «Θητεία -Ευκαιρία» στοχεύει στη διάχυση της τεχνογνωσίας των Ενόπλων Δυνάμεων στην κοινωνία και στη «συνάντηση» της με τις ανάγκες της οικονομίας και της αγοράς εργασίας. Δε νομίζω ότι κανείς μπορεί να προβλέψει το μέγεθος της «ζήτησης» αυτή τη στιγμή. Η παροχή, ωστόσο, πιστοποιημένων επιμορφωτικών προγραμμάτων με αντίκρισμα στην αγορά εργασίας, είτε μέσω των Κέντρων Δια Βίου Μάθησης των Ενόπλων Δυνάμεων είτε εξωτερικών πιστοποιημένων φορέων είναι, θεωρώ, ένα ισχυρό κίνητρο. Το ίδιο ισχύει για τη βεβαίωση εργασιακής εμπειρίας ή τη μοριοδότηση κατά περίπτωση ορισμένων δεξιοτήτων σε συναφείς προκηρύξεις για την πλήρωση θέσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Επιπλέον, επιθυμούμε το πρόγραμμα αυτό να έχει και μια ξεκάθαρη κοινωνική στόχευση: Να δώσει την ευκαιρία, κυρίως στα νέα παιδιά που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν τα πρώτα τους εφόδια στην αγορά εργασίας με την απόκτηση γνώσεων και εμπειρίας. Με δεδομένο ότι η κατάρτιση και η εξειδίκευση είναι ένα από τα βασικά ζητούμενα της οικονομίας είμαι αισιόδοξος ότι η περίοδος της θητείας θα γίνει αντιληπτή από τους στρατεύσιμους ως μια «ευκαιρία» για την μετέπειτα επαγγελματική τους πορεία.
Βρεθήκατε στην εσχατιά των θαλάσσιων συνόρων μας. Στο Καστελόριζο, τη Σύμη, τη Ρω, τη Στρογγύλη. Τι ανάγκες διαπιστώσατε; Ποιος ο ρόλος του ΥΠΕΘΑ στην κάλυψη αυτών των αναγκών;
Η επίσκεψή μου σε αυτή την ακριτική γωνιά των Δωδεκανήσων θα μείνει χαραγμένη ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Η ιστορία και η σημασία αυτών των μικρών νησιών για την πατρίδα μας είναι αντιστρόφως ανάλογη με το μέγεθός τους. Και, ας είμαστε ειλικρινείς, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοί τους στην καθημερινότητά τους – από τη εκπαίδευση και την υγεία μέχρι τη συγκοινωνία και τις υποδομές – είναι πολλαπλάσιες από εκείνες άλλων νησιωτικών ή ηπειρωτικών περιοχών. Γι’ αυτό και ο ρόλος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας σε αυτά τα νησιά είναι πολυδιάστατος. Η κοινωνική προσφορά των Ενόπλων Δυνάμεων προς τους ακρίτες μας είναι ιδιαίτερα εμφανής στο χώρο της υγείας, τόσο με την τοποθέτηση οπλιτών ιατρών σε πολυδύναμα περιφερειακά ιατρεία, όπως αυτό της Μεγίστης, όσο και μέσω του διακλαδικού κινητού υγειονομικού κλιμακίου που παρέχει πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας στους κατοίκους.
Διαπιστώσαμε την ανάγκη συνδρομής των Ενόπλων Δυνάμεων στις πρόσφατες καταστροφές στην Θεσσαλία. Καλύπτετε ανάγκες και στο μεταναστευτικό και στο υγειονομικό κομμάτι. Συμφωνείτε;
Όταν η πατρίδα χρειάζεται την εμπειρία, τον επαγγελματισμό, τη τεχνογνωσία και την αποτελεσματικότητα και των Ενόπλων Δυνάμεων, αυτές δεν μπορούν να παραμένουν αμέτοχες. Η χώρα μας αντιμετωπίζει μια σειρά από προκλήσεις, που μόνο μια επιφανειακή ανάγνωση δεν μπορεί να αντιληφθεί τη σύνδεσή τους με την ασφάλεια και την άμυνα της χώρας. Η ελληνική κυριαρχία στα ακριτικά νησιά μας οφείλεται πρώτα απ’ όλα στην αγάπη και στο πείσμα των κατοίκων τους, οι οποίοι σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας δεν εγκατέλειψαν τον τόπο τους, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Τι θα πούμε στους ακρίτες μας στο Καστελόριζο και το Αγαθονήσι όταν δεν υπάρχει ενδιαφέρον από ιατρούς να εργαστούν και να ζήσουν εκεί; Ότι δε θα τους συνδράμουμε; Όταν το μέγεθος των φυσικών καταστροφών που προκαλεί η κλιματική κρίση είναι πρωτοφανές, σε βαθμό που δεν μπορούν να ανταποκριθούν ακόμη και οι πλέον άρτια οργανωμένοι μηχανισμοί πολιτικής προστασίας, τι ακριβώς θα πούμε στους πολίτες της Θεσσαλίας; Ότι ο απεγκλωβισμός τους δεν εμπίπτει στην αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων; Στο μεταναστευτικό, τέλος, έχει γίνει πλέον αντιληπτό από τους περισσότερους η σύνδεση της διαχείρισής του με την ασφάλεια των συνόρων μας. Τα επεισόδια στον Έβρο, το 2020, είναι, νομίζω, ένα καλό παράδειγμα.
Πώς “διαβάζετε” το αποτέλεσμα της κάλπης των αυτοδιοικητικών εκλογών σε συνδυασμό με την μεγάλη αποχή;
Το ποσοστό της αποχής πρέπει να μας προβληματίσει όλους. Είναι βέβαιο ότι η συγκυρία έπαιξε το δικό της ρόλο: Οι διπλές εθνικές εκλογές, η διαρκής εκλογολογία που ξεκίνησε από την αρχή του χρόνου και οι εσωκομματικές εκλογές στο ΣΥΡΙΖΑ, σωρευτικά, δημιούργησαν μια εκλογική «κόπωση» στους πολίτες. Επιπλέον, οι φυσικές καταστροφές και οι επιπτώσεις τους μετατόπισαν το κέντρο βάρους του δημόσιου διαλόγου μακριά από το διακύβευμα των αυτοδιοικητικών εκλογών. Μένει να ερευνηθεί και να αποτιμηθεί αν η αποχή έχει και ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τον ίδιο τον θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Σε σχέση με την κεντρική πολιτική σκηνή, η συγκεντρωτική ανάλυση της ψήφου επιβεβαίωσε μεν την πρωτοκαθεδρία της Νέας Δημοκρατίας στον πολιτικό ανταγωνισμό, ωστόσο δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς το γεγονός ότι πρώτον στην χώρα μας οι τοπικές εκλογές επηρεάζονται από δυναμικές που συχνά διαφέρουν από τις εθνικές και δεύτερον ότι οι πολίτες έστειλαν και συγκεκριμένα μηνύματα προς την Κυβέρνηση: ότι τα προβλήματα στην καθημερινότητα δεν μπορούν να περιμένουν και ότι οι μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η κοινωνία και η οικονομία πρέπει να τρέξουν με πιο γρήγορους ρυθμούς. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών είναι πρωτίστως μια εντολή των πολιτών για θεσμική συνεργασία που απευθύνεται τόσο στους νεοεκλεγέντες Δημάρχους και Περιφερειάρχες όσο και στην Κυβέρνηση.