Ο Απρίλιος και ο Μάιος είναι, βάσει των στατιστικών, οι δύο μήνες με τις χαμηλότερες καταναλώσεις ηλεκτρικής ενέργειας ολόκληρης της χρονιάς. Αυτό από μόνο του μας δίνει το περιθώριο να πάρουμε μια “ανάσα” μετά την αντιμετώπιση των εκρηκτικών λογαριασμών του φετινού χειμώνα.
Ειδικά αν διατηρηθούν ή υποχωρήσουν ακόμη περισσότερο οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας που για τον Απρίλιο εμφανίζονται μειωμένες κατά περίπου 10% σε σχέση με τον Μάρτιο. Επειδή όμως ο Ιούλιος και ο Αύγουστος είναι κοντά –και αυτοί είναι οι δύο χειρότεροι μήνες από πλευράς καταναλώσεων- το ζητούμενο είναι να υπάρξει μια στρατηγική αντίδρασης μέχρι τότε.
Το βασικό ερώτημα που απασχολεί τα νοικοκυριά είναι το αν θα πρέπει να αλλάξουν πάροχο ή αν θα πρέπει να αλλάξουν το μοντέλο χρέωσης από κυμαινόμενο σε “σταθερό” ώστε να αποφύγουν την ρήτρα αναπροσαρμογής.
Τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης, είναι τα εξής:
1. Αυτή η περίοδος δεν ενδείκνυται για ανάληψη οποιασδήποτε δέσμευσης με συμβόλαιο καθώς το τοπίο δεν έχει ξεκαθαρίσει. Και δεν ενδείκνυται διότι η κυβέρνηση έχει προαναγγείλει την ενεργοποίηση ενός μηχανισμού “απορρόφησης” των μεγάλων ανατιμήσεων στην ενέργεια. Μέχρι να φανεί στην πράξη πώς θα λειτουργήσει αυτός ο μηχανισμός, και –το κυριότερο- ποιους θα αφορά, καλό είναι να αποφευχθούν οι κινήσεις που δεσμεύουν για ένα ή δύο χρόνια.
2. Αυτή τη στιγμή, οι εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας “πουλάνε” τη σταθερή χρέωση προς 0,24 έως και 0,35 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Αν φανταστεί κανείς ότι μέχρι τον περασμένο Νοέμβριο, οι καταναλωτές μπορούσαν να “κλειδώσουν” στα 0,1 ευρώ και να αποφύγουν την ρήτρα αναπροσαρμογής (κάτι που έκαναν περίπου 500.000 νοικοκυριά) αντιλαμβάνεται πόσο ακριβότερη έχει γίνει πλέον η ασφάλεια. Δεδομένου ότι σε αυτά τα 0,24 έως 0,35 ευρώ προστίθενται και οι λεγόμενες μη ανταγωνιστικές χρεώσεις, ο τελικός λογαριασμός εκτοξεύεται ακόμη και πάνω από τα 0,4 ευρώ. Γι’ αυτό και συστήνεται να μην ληφθούν τέτοιες αποφάσεις τώρα., Άλλωστε, ακόμη και αν δεν υπάρξει καμία αλλαγή παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες, η τιμή των 0,35 ευρώ είναι αυτή τη στιγμή υψηλότερη ακόμη και από τη χρέωση που προκύπτει με την ρήτρα αναπροσαρμογής και μάλιστα χωρίς καμία κρατική επιδότηση (σ.σ κάτι που αφορά όσους έχουν δευτερεύουσες ή εξοχικές κατοικίες οι οποίες δεν δικαιούνται καμίας επιδότησης).
Το καθοριστικό στοιχείο είναι το πώς θα παρέμβει το κράτος από εδώ και στο εξής. Το ένα σενάριο είναι να συνεχιστούν οι κρατικές επιδοτήσεις με ποιο εντατικό τρόπο και το δεύτερο –που είναι και το επικρατέστερο- είναι να επιδοτηθούν ουσιαστικά οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο ώστε να μειωθεί η τιμή χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας και κατά συνέπεια και η ρήτρα αναπροσαρμογής. Ποια όμως θα είναι η επιδότηση; Πόσο θα πέσει η ηλεκτρική ενέργεια; Θα είναι μια οριζόντια παρέμβαση θα αφορά σε όλη την αγορά; Για πόσο χρονικό διάστημα θα διατηρηθεί αυτή η κρατική παρέμβαση; Επειδή εκτιμάται ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα προκύψει ένα “παράθυρο” τουλάχιστον έξι μηνών ώστε να βγει όλο το 2022, καλό θα ήταν οι όποιες αποφάσεις να ληφθούν μετά τον Μάιο και μετά την υλοποίηση της νέας κυβερνητικής πολιτικής.
ΠΗΓΗ: https://www.thetoc.gr