ΠΡΩΤΟΛΟΓΙΑ:
«Κύριοι συνάδελφοι ευχαριστώ για τις απόψεις που καταθέσατε. Αν μη τι άλλο είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση.
Ήρθαμε, σήμερα, εδώ για να εισφέρουμε στη συζήτηση για την κύρωση μιας Συμφωνίας αμυντικού περιεχομένου με το Ισραήλ και τίποτα παραπάνω. Το κάνουμε αυτό διότι θεωρούμε ότι αυτή η συμφωνία βάζει το πλαίσιο για να ακολουθήσουν κι άλλες πολλές συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας, πιο εξειδικευμένες και απολύτως εθνικά επωφελείς για τη χώρα. Και πραγματικά εκπλήσσομαι, γιατί αισθάνομαι ότι δεν καταλαβαίνουν όλοι σε αυτή την αίθουσα ότι αυτές οι συμφωνίες δεν μπορούν να περιμένουν άλλο.
Συμφωνήσαμε σε γενικά κείμενα με γενικές εξαγγελίες. Τώρα όμως είναι η ώρα, -κι αυτό είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς μηνών- αυτή η γενική συμφωνία στο πεδίο της αμυντικής συνεργασίας να λάβει σάρκα και οστά. Μόνο που δεν μου ζητήθηκε εδώ, να επιστρέψω στο Ισραήλ τα δυο UAV που νοικιάσαμε με leasing πριν από μερικούς μήνες προκειμένου να συνεισφέρουν στην επιτήρηση των θαλασσίων και χερσαίων συνόρων για λόγους εθνικού συμφέροντος και θα ακολουθήσουν κι άλλα.
Τί θα γίνει αν αύριο, ας πούμε, ή μεθαύριο ή τον άλλο μήνα, όποτε το επιτρέψουν οι υγειονομικές συνθήκες, αρχίσουν να έρχονται ο ένας μετά τον άλλον οι εκπρόσωποι των ισραηλινών εταιρειών για να συνάψουν συμφωνίες συνεργασίας συμπαραγωγής, συνέργειας στην αμυντική βιομηχανία με ελληνικές εταιρείες; Θα τους στέλνουμε πίσω διότι, ενδεχομένως, στο μεταξύ θα έχει προκύψει η εκπεφρασμένη εξαγγελία του Ισραηλινού Πρωθυπουργού να προσαρτήσει παλαιστινιακά εδάφη της Δυτικής Όχθης; Κι αυτό θα κρίνουμε ότι θα εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον; Ας μην αναμειχθούμε στο μεγάλο πρόβλημα, δεν αμφιβάλλω, το Παλαιστινιακό. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο σήμερα. Ούτε ήρθα να πάρω θέση για λογαριασμό του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας βέβαια, σε ένα ζήτημα που άπτεται εξωτερικής πολιτικής της χώρας σε σχέση με το Παλαιστινιακό.
Ήρθαμε να συσφίξουμε τη στρατηγική εταιρική σχέση με το Ισραήλ, μεγάλο κομμάτι της οποίας είναι η αμυντική συνεργασία, με απτά επικείμενα αποτελέσματα κι όχι ασκήσεις επί χάρτου ή θεωρητικές εξαγγελίες που ήταν η συνθήκη από το 2016 ή και νωρίτερα μέχρι σήμερα. Ήρθαμε να υλοποιήσουμε, να βάλουμε τη βάση για να υλοποιηθούν πράγματα τον επόμενο μήνα προς το εθνικό συμφέρον απολύτως.
Αντιλαμβάνομαι τη νομικής φύσεως ένσταση που προβλήθηκε. Έχω να πω ότι η επιλογή της ημερομηνίας συζήτησης στην Επιτροπή αποτελεί μια ευχέρεια του Προεδρείου κατόπιν βέβαια συνεννοήσεως με μας, την ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, διότι το πρόγραμμα είναι πάρα πολύ βαρύ.. Προκρίναμε αυτήν την ημέρα που υπήρχε το περιθώριο και ήρθαμε να το κάνουμε χωρίς να έχουμε κανέναν δόλο όσον αφορά στην εξαγγελία του Ισραηλινού Πρωθυπουργού ότι από 1ης Ιουλίου θα γίνει προσάρτηση εδαφών, κάτι άλλωστε το οποίο κι αυτό τέθηκε εν αμφιβόλω από ό,τι καταλαβαίνω, διότι πληροφορήθηκα από το πρωί και στο εσωτερικό της ισραηλινής κυβέρνησης δεν επιβεβαιώνεται αυτό. Έχουν βγει από το πρωί αρκετοί υπουργοί να πουν ότι αυτό δεν σημαίνει πως θα γίνει την 1η Ιουλίου και δεν είμαστε σίγουροι ότι θα γίνει και εν πάση περιπτώσει μπορεί να έχει εξαγγελθεί, αλλά δεν θα προκύψει.
Ασφαλώς δεν υπάρχει κανένας συνωμοσιολογικού τύπου δόλος ότι «πάμε να εκπέμψουμε ένα μήνυμα» ή να δείξουμε «τη συμπαράταξη μας προς αυτή την εκπεφρασμένη εξαγγελία»! Καθόλου! Κάθε άλλο παρά! Είναι λάθος να δίνονται αυτές οι εκτιμήσεις. Το νομικής φύσεως ζήτημα, ασφαλώς, θεωρώ ότι είναι ισχυρότερος λόγος να σκεφτούμε αν θα πρέπει να το συζητήσουμε σήμερα παρά το πολιτικό που προβάλλετε, αλλά αυτό που έχω να πω κ. Λοβέρδο είναι το εξής. Όπως με πληροφορούν οι υπηρεσίες, κατατέθηκε μία αιτιολογική έκθεση. Όμως, πιθανότατα, λόγω του ότι η Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που τελικά προέβλεψε κάποια έξοδα ήρθε με κάποια χρονική υστέρηση, κρίθηκε σκόπιμο από την υπηρεσία να κατατεθεί μια δεύτερη αιτιολογική έκθεση με μία προσθήκη, μια παράγραφο. Αυτό βλέπω. Για μια παράγραφο τίθεται το ζήτημα, κ. Κατρούγκαλε.
Βλέπω το κείμενο υπάρχει προσθήκη τριών γραμμών που λέει ότι «από τις Διατάξεις Συμφωνίας προκαλείται οικονομική επιβάρυνση σε βάρος Κρατικού Προϋπολογισμού και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο τάδε τάδε, παράγραφο του Συντάγματος, απαιτείται η νομοθετική κύρωση αυτής». Πήγε η Νομική Υπηρεσία μας στην αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, πήρε την θετική γνωμοδότηση ότι πρέπει να κυρωθεί νομοθετικά στη Βουλή αυτή η συμφωνία. Θυμίζω ότι σήμερα, τη συζητούμε στην Επιτροπή. Η πανηγυρική και τυπικά τετελεσμένη κύρωση συμφωνίας θα λάβει χώρα στην Ολομέλεια την ερχόμενη Τρίτη, μην το ξεχνάμε αυτό. Επομένως, κυρωθείσα η συμφωνία αυτή θα λογίζεται από την Τρίτη που μας έρχεται. Απλά, ξέρετε καλύτερα από μένα, ότι η κοινοβουλευτική διαδικασία προτάσσει τη συζήτηση αυτής της συμφωνίας στην ουσία της, στη συνεδρίαση της Επιτροπής μας σήμερα, αυτή την ώρα.
Νομίζω ότι καταλαβαίνω το επιχείρημα που προβάλλεται, αλλά δεν νομίζω ότι προκύπτει -εκτός αν το δούμε με απόλυτη νομοτεχνική τυπικότητα- ζήτημα δεδομένου ότι η διαφορά του ενός κειμένου από το άλλο είναι μόνο μία παράγραφος που κάνει λόγο για την επιβάρυνση στον Κρατικό Προϋπολογισμό κατά την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που προσκομίστηκε αργότερα. Αυτή είναι η δική μου ερμηνεία. Οι υπογραφές είναι οι ίδιες.
Κάποια στιγμή τέθηκε και θέμα με την αρμόδια υπηρεσία της Βουλής, σειράς υπογραφών των υπουργών στο κείμενο. Έχουν προκύψει αλλαγές διότι η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής ζητά μία συγκεκριμένη σειρά υπογραφών κι αυτό δεν τηρείται πάντοτε. Εν πάση περιπτώσει όμως, αυτά είναι νομοτεχνικά ζητήματα, τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προσκόμματα στη συνέχεια της διαδικασίας, αλλά δεν θα έπρεπε για το Σώμα.
Θα συμφωνήσω με τον κ. Συρίγο, αυτή δεν είναι μία απλοποιημένη συμφωνία η οποία απλά εξειδικεύει στις προβλέψεις της κάποιες συγκεκριμένες πτυχές της αμυντικής συνεργασίας. Βάζει το πλαίσιο για την αμυντική συνεργασία που θα προκύψει από συμφωνίες που θα ακολουθήσουν από δω και πέρα, όταν αρχίσει η κινητικότητα την οποία περιμένουμε για αμυντικής φύσεως συμφωνίες, ειδικές μεταξύ Ελλάδος και Ισραήλ, σε μία σειρά από δράσεις.
Αν πρέπει να δούμε ένα λόγο κατεπείγοντος, λόγω της κατάστασης, για να προχωρήσουμε σε μία συμφωνία καταφανώς εθνικά επωφελή για τη χώρα, σε μία συμφωνία η οποία πλέον θα βάλει σε συγκεκριμένη βάση και όχι στη βάση αορίστων, ευγενικών και βαρύγδουπων εξαγγελιών χωρίς περιεχόμενο συγκεκριμένο, τη στρατηγική σχέση Ελλάδας και Ισραήλ, νομίζω ότι θα πρέπει όλοι να αναγνωρίσουμε την ανάγκη να κυρωθεί αυτή η συμφωνία.
Βάζοντας όλο το πλαίσιο της συζήτησης έξω, εντελώς έξω από το Παλαιστινιακό ζήτημα, στηριζόμενοι στις εξαγγελίες του Ισραηλινού Πρωθυπουργού για την προσάρτηση εδαφών παλαιστινιακών στη Δυτική Όχθη και εβραϊκών οικισμών σε Κατεχόμενα που είχε εξαγγελθεί για σήμερα, αλλά δεν έχει προκύψει. Όπως σας είπα, ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να γίνει αυτό ή μπορεί να μη γίνει. Αυτή είναι μια διεθνοπολιτική εξέλιξη που δεν έχει σχέση με την αμυντική συνεργασία Ελλάδος και Ισραήλ.
Να μην καταστήσουμε την αμυντική συνεργασία Ελλάδος – Ισραήλ, όμηρο αυτής της εξέλιξης στο Παλαιστινιακό ή απολύτως εξαρτώμενη από αυτή την εξέλιξη στο Παλαιστινιακό. Νομίζω πως αυτή η προσέγγιση δεν είναι επωφελής προς το εθνικό συμφέρον. Επομένως κύριε Πρόεδρε, με το δεδομένο ότι επελέγη αυτή η ημερομηνία για να συζητήσουμε, περισσότερο λόγω της δικής μας περιορισμένης ευχέρειας να ερχόμαστε, αλλά και της δικής σας να οργανώσετε αυτές τις συζητήσεις δεδομένων των χωροταξικής φύσεως προβλημάτων, εδώ στην Αίθουσα και λόγω του βεβαρημένου προγράμματος και του Σώματος αλλά και του Υπουργείου. Επελέγη αυτή η ημερομηνία και έτερον ουδέν. Κανένας συνειρμός, καμία διασύνδεση, καμία πρόθεση από καμία πλευρά να συνδεθεί αυτή ως μήνυμα διεθνοπολιτικής υφής. Επαναλαμβάνω ότι η υπόθεση αυτή θα λήξει την Τρίτη, οπότε θα κυρωθεί από το Σώμα και επομένως θα έχει πλέον θεσμική υπόσταση αυτή η συνθήκη.
Θα πρότεινα να προχωρήσουμε στη διαδικασία αυτή. Πιθανολογώ ότι η συζήτηση επί της ουσίας θα διαρκέσει λιγότερο από τη συζήτηση επί του παρεμπίπτοντος γιατί τα πράγματα είναι ξεκάθαρα, για να πάμε παρακάτω και κυρίως να αναβαθμίσουμε μία στρατηγική σχέση από την οποία η χώρα μας έχει μόνο να μετρήσει οφέλη στον αμυντικό τομέα.
Πολύ γρήγορα απαντώ στον κ. Κατρούγκαλο: Ασφαλώς και δεν ήρθα εδώ να χαράξω νέα γραμμή στην Εξωτερική Πολιτική της χώρας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι θέσεις είναι εκπεφρασμένες και δεν χρειάζεται να παρέμβω σήμερα, έξω από την αρμοδιότητα μου, γιατί δεν είμαι εγώ ο καθ’ ύλην αρμόδιος για την Εξωτερική Πολιτική της χώρας. Ασφαλώς, είμαι ο καθ’ ύλην αρμόδιος για την Αμυντική Πολιτική της χώρας. Φυσικά υπάρχει συνάφεια μεταξύ των δύο, αλλά ασφαλώς και δεν θέλω αυτή τη στιγμή μέσα απ’ αυτή τη συζήτηση να βγάλω προς τα έξω την παραμικρή υπόνοια ότι η Ελλάδα αλλάζει θέσεις ως προς αυτές που έχει λάβει και είναι γνωστές σε όλους και αποτελούν στο κάτω – κάτω και θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης .
Ήλθα εδώ -όπως ξεκίνησα την τοποθέτησή μου, το επαναλαμβάνω για να εμπεδωθεί- να εισφέρω στη συζήτηση για την κύρωση μιας Συμφωνίας Αμυντικού Περιεχομένου στο πλαίσιο της στρατηγικής συνεργασίας της Ελλάδος με το Ισραήλ, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Οι θέσεις Εξωτερικής Πολιτικής της χώρας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι γνωστές και δεν αλλάζουν. Ασφαλώς, δεν αλλάζουν εδώ, σήμερα».
ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ:
«Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε,
Θα καταρρίψω κάθε υπόνοια ότι η σημερινή συζήτηση είναι μια έμμεση παρέμβαση στο Πανεπιστημιακό., επιμένοντας να μείνω αυστηρά και απαρέγκλιτα στο περιεχόμενο της σύμβασης αυτής της Αμυντικής Συμφωνίας. Νομίζω ότι κάθε άλλο πέρα από αυτό, θα άνοιγε περιθώρια εν πάση περιπτώσει πολλαπλών ερμηνειών. Επιμένω να επικεντρωθώ σε αυτό που ήρθαμε ως πολιτική ηγεσία του Υπουργείου να υποστηρίξουμε εδώ, ότι δηλαδή είναι προς το εθνικό συμφέρον της χώρας να κυρώσει διά της ψήφου του Σώματος αυτή τη συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με το Ισραήλ.
Θα σας πω λοιπόν σύντομα γιατί αντιλαμβάνομαι ότι σε λίγο θα έχουμε μπει στην τρίτη ώρα συζήτησης για την κύρωση αυτή της Αμυντικής Συμφωνίας, η οποία έχει υπογραφεί επί κυβερνητικών ημερών της εν ενεργεία αξιωματικής αντιπολίτευσης -κι αναρωτιέμαι τι θα γίνει όταν σύντομα έρθουν οι συμφωνίες για την πρόσκτηση γαλλικών φρεγατών ή για συμφωνίες υλοποίησης αυτής της Αμυντικής Συνεργασίας, που είναι πολυδιάστατου επιπέδου με το Ισραήλ ή για άλλες μεγάλες συμφωνίες στα Εξοπλιστικά, όταν καταναλίσκουμε τόσο πολύ χρόνο σε αυτό.
Εν πάση περιπτώσει δεν μπορούμε, ούτε θέλουμε να παρακάμψουμε την κοινοβουλευτική διαδικασία και γι’ αυτό θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος, δεδομένου ότι ακούστηκαν πολλά χρήσιμα ουσιαστικά πάνω στο ζήτημα αυτό. Αν και πολλές φορές μου δόθηκε η εντύπωση ότι ακούω ακόμα και από συναδέλφους, δευτερολογία πάνω στο πρώτο μέρος της συζήτησης που ήταν η ανάλυση ακριβώς του παρεμπίπτοντος κι όχι επί της ουσίας συζήτηση για την Αμυντική Συνεργασία Ελλάδος και Ισραήλ.
Η στρατηγική σχέση Ελλάδος και Ισραήλ αποτελεί προφανώς μείζονα προτεραιότητα για τη χώρα μας λόγω κυρίως των κοινών προκλήσεων αλλά και των κοινών συμφερόντων που ενώνουν τις δύο χώρες. Αυτή η στρατηγική επιλογή της χώρας μας, εκφράζεται είτε σε διμερές επίπεδο, είτε εντός πολυμερών σχημάτων συνεργασίας. Ένα απλό παράδειγμα είναι η συμμετοχή της Ελλάδας και του Ισραήλ σε πολυμερή σχήματα συνεργασίας σε επίπεδο στρατιωτικών ασκήσεων, τα οποία (σχήματα αυτά) ενισχύονται και εντείνουν τη δραστηριότητά τους με πολλούς τρόπους.
Θεωρούμε ότι η συνεργασία με το Ισραήλ ενισχύει έναν πυλώνα σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν λειτουργεί αποσταθεροποιητικά. Άλλα πράγματα λειτουργούν αποσταθεροποιητικά στην Ανατολική Μεσόγειο, όχι όμως η εμβάθυνση της στρατηγικής συνεργασίας της χώρας με το Ισραήλ. Βαίνει αυξανόμενη αποτελώντας με αυτό τον τρόπο και αντίβαρο στην ασταθή και αποσταθεροποιητική συμπεριφορά της Τουρκίας, η οποία όπως ξέρετε συνεχίζει να προκαλεί και να δείχνει ότι δεν υπολογίζει τις επιταγές του Διεθνούς Δικαίου αλλά μόνο το «δίκαιο του ισχυρού» απέναντι στο οποίο, υπάρχει ένας μόνο τρόπος αντίδρασης, η ανάπτυξη ενός ισχυρού πλέγματος αποτροπής, η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας. Για μένα, για την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου -με τον κύριο Υφυπουργό- γίνεται μόνο με ένα τρόπο που στηρίζεται σε δύο άξονες:
Ø Αφενός ενίσχυση των Στρατηγικών συμμαχιών της χώρας, σε όλα τα επίπεδα εντατικοποίηση δηλαδή της Αμυντικής Διπλωματίας.
Ø Αφετέρου, αναβάθμιση των εξοπλιστικών δυνατοτήτων της χώρας με αυτή την προσπάθεια που κάνουμε, που είναι διαρκής και πολύ εντατική γιατί δεν υπάρχει χρόνος. Έχει χαθεί πολύς χρόνος και είναι εθνικά επιβεβλημένο να μη χαθεί άλλος, να εξοπλιστεί καλύτερα η χώρα ή να αναβαθμίσει τα ήδη υφιστάμενα αμυντικά εξοπλιστικά στοιχεία της.
Η συγκεκριμένη συμφωνία που κατατίθεται προς κύρωση αποτελεί ακριβώς αυτή την έκφραση της στρατηγικής μας για τη θέση της χώρας στο διεθνές περιβάλλον και την εμβάθυνση διμερών σχέσεων με στρατηγικό ενδιαφέρον και κυρίως επωφελή τρόπο για τα εθνικά συμφέροντα.
Επωφελής είναι κι αυτή συμφωνία:
Πρώτον, γιατί δημιουργεί μία διαδικασία και δίνει τη δυνατότητα απρόσκοπτης συνέχισης της εφοδιαστικής υποστήριξης αμυντικού υλικού όταν και όποτε παραστεί ανάγκη. Με αυτό τον τρόπο όπως καταλαβαίνετε, συμβάλει στην αύξηση των δυνατοτήτων των Ενόπλων Δυνάμεων μας, καθώς θεσμοθετεί εναλλακτική οδό πραγματοποίησης των απαραίτητων εξοπλισμών και υπηρεσιών για κάλυψη απαιτήσεων των Ενόπλων Δυνάμεων. Δημιουργεί ένα πλαίσιο προμηθειών με γενικούς όρους, με διαδικασίες που θεσπίζονται, το οποίο βασίζεται στην κατάρτιση διακρατικών συμφωνιών -δηλαδή συμφωνιών “G to G”- δίνοντας τη δυνατότητα και στις δύο χώρες για σύναψη επιμέρους συμβάσεων.
Αυτό είναι το πλαίσιο που μπαίνει με αυτή τη συμφωνία. Νομίζω ότι καλό είναι ενόψει της κινητικότητας που θα αναπτυχθεί στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, από το ενδιαφέρον που έχουν εκφράσει πλείστες όσες ισραηλινές εταιρείες παραγωγής αμυντικού υλικού να έρθουν στη χώρα μας, όχι μόνο για να πουλήσουν ή να αγοράσουμε αλλά για να αναπτύξουν σχήματα συμπαραγωγής και συνέργειας για την παραγωγή αμυντικού υλικού στην Ελλάδα κατά τρόπο επωφελή και για τα δύο μέρη, για τους δικούς του λόγους το καθένα. Δεδομένης λοιπόν αυτής της επικείμενης κινητικότητας, καλό ήταν να έχει κυρωθεί κι επομένως να έχει θεσμοθετηθεί με αυτό τον πανηγυρικό τρόπο από τη Βουλή των Ελλήνων αυτή η συγκεκριμένη συμφωνία, η οποία όντως ισχύει από το 2016, πλην όμως δεν έχει εξοπλιστεί μ’ αυτόν τον ενισχυμένο θεσμικά τρόπο.
Η διαδικασία προβλέπει στοιχεία υποστήριξης από την ισραηλινή πλευρά, τόσο κατά τα στάδια ποιοτικής παραλαβής των συστημάτων, όσο και για την εν συνεχεία υποστήριξή τους κι αυτό είναι επίσης σημαντικό. Στόχος είναι να αποφευχθούν λάθη του παρελθόντος, να αναβαθμιστούν μεθοδικά αλλά και με λύσεις αιχμής όσον αφορά στις νέες τεχνολογίες, οι δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεων. Όλοι ξέρουν ότι το Ισραήλ παράγει κυρίως Άμυνα και Ασφάλεια. Το Υπουργείο Άμυνάς τους διαθέτει προϋπολογισμό περί τα 36 δισ. απέναντι στα δικά μας 530 εκατομμύρια ευρώ ετησίως και γι’ αυτό το λόγο είναι σε θέση να παράξει προηγμένα συστήματα στο χώρο της Άμυνας και Ασφάλειας.
Ζητούμενο για μας είναι να επωφεληθούμε απ’ αυτές τις παραγωγικές δυνατότητες ιδίως στο πεδίο συστημάτων με τεχνολογίες αιχμής και ει δυνατόν να προχωρήσουμε σε συμπαραγωγή μέρους αυτών των συστημάτων στη χώρα μας. Ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη η σύμβαση χρονομίσθωσης συστήματος μη επανδρωμένων αεροσκαφών, των λεγομένων “Heron”, από την Ισραηλινή Αεροδιαστημική Βιομηχανία. Αποτελεί την πρώτη του είδους στις Ένοπλες Δυνάμεις, αυτή η σύμβαση. Η έναρξη της επιχειρησιακής εκμετάλλευσης των στοιχείων αυτών θα λάβει χώρα σε μερικούς μήνες από σήμερα. Ήδη τα συστήματα έχουν έρθει, το προσωπικό εκπαιδεύεται και σε μερικούς μήνες θα επιχειρούν στα θαλάσσια και χερσαία σύνορά μας.
Ενδεχομένως μέχρι τότε, θα έχουν έρθει κι άλλες προτάσεις, είτε πρόσκτησης, είτε συμπαραγωγής συστημάτων μη επανδρωμένων οχημάτων διαφόρων δυνατοτήτων, πράγμα το οποίο μειώνει το κόστος της επιχείρησης, αλλά και τον κίνδυνο στον οποίο υπεισέρχεται το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων όταν διεξάγει μια σειρά από αυτές τις αποστολές που μπορούν να εκτελέσουν τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που έχουμε αποκτήσει (και σχεδιάζουμε να αποκτήσουμε περισσότερα).
Στην πρόσφατη επίσκεψη του Πρωθυπουργού και της κυβερνητικής αποστολής στο Ισραήλ συζητήθηκαν όλα αυτά τα ζητήματα και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η στρατηγική συνεργασία των δύο χωρών εδράζεται κατά κύριο λόγο στον αμυντικό τομέα. Σας εξήγησα γιατί. Όμως η διαφορά με το παρελθόν είναι ότι ενώ εις το παρελθόν είχαμε διάφορες εξαγγελίες και δηλώσεις «αγαθών προθέσεων» -αν μου επιτραπεί η έκφραση- μεταξύ των δύο κρατών. Αυτή τη στιγμή, είμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε σε συγκεκριμένα βήματα, να κάνουμε δηλαδή πράγματα απτά με μετρήσιμα αποτελέσματα που να αποδεικνύουν στην πράξη τη στρατηγική σχέση μας, πέρα από το επίπεδο των εξαγγελιών ή μια εντατική δραστηριότητα σε στρατιωτικές ασκήσεις.
Δεύτερον, η συμφωνία συμβάλει στην περαιτέρω ενδυνάμωση των διμερών σχέσεων. Δεν αποτελεί πλαίσιο κατάρτισης συμβάσεων, προμήθειας υλικών και μέσων αλλά αποτελεί την απόδειξη της σταθερούς σύμπλευσης των δυο κρατών.
Η επιδιωκόμενη ασφάλεια εφοδιασμού δεν είναι κάτι το οποίο επιτυγχάνεται μέσω μιας σύμβασης με μία εταιρεία της αλλοδαπής καθώς συνέπειες της αθέτησης των όρων υπερβαίνουν την οικονομική διάσταση του ζητήματος όσον αφορά σ’ αυτή τη συμφωνία. Διότι εδώ, το Ισραήλ ως στρατηγικός εταίρος αναλαμβάνει μέσω της συμφωνίας να εξασφαλίσει την αδιάκοπη εκτέλεση των επιμέρους συμβάσεων, επιτρέποντας στις Ένοπλες Δυνάμεις να σχεδιάζουν και να υλοποιούν προμήθειες απαραίτητες για τις επιχειρησιακές ανάγκες τους. Θυμίζω ότι οι συμβαλλόμενοι, όπως έχετε δει, είναι αφ’ ενός το Υπουργείο Άμυνας της Ελλάδος και αφ’ ετέρου το Υπουργείο Άμυνας του Ισραήλ. Άρα υπάρχει μία θεσμική εποπτεία, επίβλεψη, κατοχύρωση των συμφωνιών που θα ακολουθήσουν, σε εφαρμογή αυτής της κεντρικής συμφωνίας.
Η σταθερή στρατηγική συνεργασία μέσω κοινών ασκήσεων αλλά και σε υψηλότερο επίπεδο σχεδιαζομένων έργων, όπως ο “East Med”, είναι ακριβώς η απόδειξη του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού αυτής της στρατηγικής σχέσης.
Τρίτον, με τη συμφωνία αυτή επεκτείνεται η στρατηγική συνεργασία των δύο χωρών και στον τομέα της Αμυντικής Βιομηχανίας, με την προστιθέμενη αξία που την έχουμε τόσο ανάγκη και αναμένεται να προκύψει για την εγχώρια οικονομία. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω της ουσιαστικής συμμετοχής της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας, τόσο της δημόσιας, όσο και της ιδιωτικής, αλλά και άλλων φορέων που μπορούν να συνδράμουν.
Μετά από πολλά χρόνια αδράνειας και απόλυτου τέλματος που στοίχισε αναμφίβολα και στις δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, νομίζω ότι βρισκόμαστε πλέον μπροστά σε ένα τοπίο «υπερδραστηριότητας». Κι αυτό οφείλουμε να το μετουσιώσουμε σε απτά αποτελέσματα.
Σήμερα στα «Ναυπηγεία Ελευσίνας» ανακοινώθηκε η έλευση αμερικανικών κεφαλαίων σε συνέργεια με εγχώριο επενδυτή ο οποίος έχει αποδείξει ότι μπορεί να παράξει έργο στον τομέα της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας με την προοπτική αλλαγής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος σε αυτά τα ναυπηγεία. Σύντομα -προς το τέλος του μήνα- το Πολεμικό Ναυτικό θα παραλάβει το έκτο από τα επτά σκάφη τα οποία πασχίζει να παραλάβει εδώ και αρκετά χρόνια. Από το 2009, αν δεν κάνω λάθος, μετρά η πρώτη σύμβαση και από το 2016 η τροποποιημένη σύμβαση, με την οποία το Πολεμικό Ναυτικό ανέλαβε να πληρώνει πλέον τους εργαζόμενους των «Ναυπηγείων Ελευσίνας», προκειμένου να συνεχίσουν αυτή τη ναυπήγηση των πυραυλακάτων υπ’ αριθμόν «6» και «7».
Μέχρι το τέλος του μήνα θα έχει παραλάβει σχεδόν ολοκληρωμένο το σκάφος νούμερο «6». Θα μένουν κάποιες προσαρμογές οπλικών συστημάτων που μπορούν να ολοκληρωθούν συντομότατα. Στόχος μας είναι να πετύχουμε και την καθέλκυση του σκάφους νούμερο «7». Συμφωνήσαμε να δώσουμε μία ακόμα μικρή, πολύ μικρή, παράταση προκειμένου να πειστούν οι εργαζόμενοι των «Ναυπηγείων Ελευσίνας» ότι δεν τους εγκαταλείπουμε στην τύχη τους, έως ότου στο μεταξύ ολοκληρωθεί η μεταβίβαση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος στο νέο επενδυτή ο οποίος θα κινηθεί με αμερικανικά κεφάλαια. Νομίζω ότι η πίεση που ασκήσαμε, ο καθένας από την πλευρά του, με συντομότερες προθεσμίες και καθαρές εξηγήσεις ότι πλέον το Πολεμικό Ναυτικό θέλει τα πλοία του -γιατί αν όχι τώρα, πότε άραγε θα τα έχει περισσότερη ανάγκη- έφερε αυτό το αποτέλεσμα.
Στην πορεία αναμένεται και μία πρόταση η οποία έχει ήδη δει το φως της δημοσιότητας, συνεργασίας μεταξύ του επερχόμενου επενδυτή και των ισραηλινών ναυπηγείων, μία πρόταση (την οποία δεν έχει αποδειχθεί, αλλά ασφαλώς τη μελετά το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού) για την μελλοντική ναυπήγηση, ανάλογα με τις δυνατότητες και τα επιμέρους της, ελληνικών πλοίων με συνέργεια ισραηλινών και ελληνικής εταιρείας, εδώ, στην Ελλάδα. Είναι η περίφημη κορβέτα «Θεμιστοκλής». Αυτή τη στιγμή το Πολεμικό Ναυτικό επεξεργάζεται την πρόταση, δεν μπορώ να σας πω κάτι περισσότερο, το δεδομένο όμως είναι ότι υπάρχει πολύ μέλλον και πολλή δραστηριότητα εκεί που πριν από ένα – δύο χρόνια δεν υπήρχε απολύτως τίποτα, παρά διεκδικήσεις εργαζομένων (δίκαιες δεν μπορώ να πω) και απόλυτη αβεβαιότητα ως προς το μέλλον και των «Ναυπηγείων Ελευσίνας» και της Αμυντικής Βιομηχανίας. Περισσότερα θα έχουμε τις επόμενες βδομάδες. Πάντως το Πολεμικό Ναυτικό έχει κάθε λόγο να επιχαίρει διότι επιλύεται ένα χρόνιο πρόβλημά του και παραλαμβάνει ένα καράβι (την πυραυλάκατο «6») που έχει απόλυτη ανάγκη αυτή την ώρα και βλέπει πλέον ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για να παραλάβει και το τελευταίο.
Η δυνατότητα σύμπραξης μεταξύ εταιρειών των δύο χωρών και συμπαραγωγής εξοπλισμού δύναται, λοιπόν, να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης για την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία. Πάντα μου άρεσε να λέω «όχι μόνο για την ελληνική αμυντική βιομηχανία, αλλά για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας», διότι η Ελλάδα διαθέτοντας Ένοπλες Δυνάμεις με αυτή την παρουσία, αυτές τις δυνατότητες και την ποιότητα, πρέπει να υποστηρίζονται. Κι είναι κρίμα να μην υποστηρίζονται από την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, ισάξια και το ίδιο εξίσου λειτουργική.
Θεωρώ ότι αυτή η Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας με το Ισραήλ, θα ανοίξει το δρόμο προκειμένου να πάμε σε συνέργειες με εταιρείες παραγωγής αμυντικού υλικού προηγμένης τεχνολογίας αυτής της χώρας, η οποία φυσικά για να αντιμετωπίσει τις δικές της προκλήσεις ασφαλείας και επιβίωσης έχει αναπτύξει σε αυτό τον μέγιστο βαθμό. Όμως εδώ, επειδή προφανώς επιδιώκει και τη στρατηγική συνεργασία με κάποια χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κι επομένως τις προοπτικές εισόδου της σ’ αυτή την αγορά, βλέπει με εξαιρετικό ενδιαφέρον τη συνεργασία με την Ελλάδα.
Δεν θέλω να πω περισσότερα κ. Πρόεδρε γιατί ήδη έχουμε μακρηγορήσει. Επαναλαμβάνω ότι μια συζήτηση για την Αμυντική Βιομηχανία στο σύνολο της, πρέπει να την κάνουμε. Θα προσπαθήσουμε να την προσδιορίσουμε κ. Πρόεδρε σε ημερομηνία η οποία -αν μη τι άλλο- μην δημιουργήσει υπόνοιες ότι υποκρύπτεται κάποιος δόλος, να περάσουμε κάποιο διεθνοπολιτικό μήνυμα και να ξεφύγουμε από μια συζήτηση που από μόνη της έχει πολύ μεγάλη ουσία. Να το κάνουμε αυτό σε συνεννόηση άλλωστε και με τις παρατάξεις.
Σας ευχαριστώ για τη συμμετοχή σας σε μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση και σας καλώ ως Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας σήμερα, ως Σώμα αύριο, να κυρώσουμε αυτή τη συμφωνία διότι κατά την άποψή μου είναι εξαιρετικά επωφελής για το εθνικό συμφέρον και μόνο καλά μπορούν να προκύψουν για την Αμυντική Βιομηχανία μας κι επομένως για τη συνολική αμυντική δυνατότητα της χώρας.
Σας ευχαριστώ».