Ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης κ. Νικόλαος Παναγιωτόπουλος συμμετείχε χθες, Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022, στη δεύτερη ημέρα συζητήσεως επί του Σχεδίου Νόμου του ΥΠΕΘΑ υπό τον τίτλο: «Για την ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της χώρας» από τα μέλη της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Αμύνης και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων.
Μετά τις ομιλίες που απηύθυναν οι εισηγητές των κομμάτων και βουλευτές, ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης επισήμανε τα εξής:
«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Θα προσπαθήσω να κάνω δυο τρία σχόλια για να βοηθήσω τη συζήτηση, δεδομένου ότι είμαστε αρκετές ώρες εδώ. Ήταν μία γεμάτη μέρα. Μπορώ να πω ότι η Συζήτηση του σταδίου της ακρόαση, της πρωινής, ήταν λίγο καταχρηστική όσον αφορά το πρώτο της κομμάτι.
Κατέδειξε ζητήματα της αμυντικής βιομηχανίας, αλλά ο λόγος που προσκλήθηκαν όλοι, έπρεπε να ήταν κατανοητό ότι είναι, αν είχαν κάτι να συνεισφέρουν όσον αφορά τις συμβάσεις αυτές. Ξέραμε ότι θα γινόταν μία γενική τοποθέτηση για την κατάσταση στην αμυντική βιομηχανία προκειμένου να καταδειχθεί ενδεχομένως αυτό. Εκτιμώ ότι ήταν η πρόθεση ότι δεν υπάρχει αμυντική βιομηχανία, δεν υπάρχει συμμετοχή της αμυντικής βιομηχανίας σε αυτές τις προμήθειες, αλλά δεν νομίζω ότι είχε καμία συνεισφορά τη συζήτηση να ακούσουμε για το σχέδιο εξυγίανσης των ναυπηγείων της Ελευσίνας. Άλλη κουβέντα αυτή! Ναι βεβαίως, αλλά καμία σχέση με την προμήθεια των φρεγατών ή για την προμήθεια των αντιαρματικών βλημάτων 120 χιλιοστών και τη συμμετοχή των ΕΑΣ. Αν θέλουμε να είμαστε συναφείς με το αντικείμενο, καλό είναι να τοποθετούμαστε επί των προγραμμάτων.
Άκουσα κάποιες ανακρίβειες, οι οποίες νομίζω ότι έπρεπε να είχαν ξεκαθαρίσει μέχρι αυτό το στάδιο της συζήτησης. Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει ένα πρόγραμμα εξοπλιστικό, λίγο απαραίτητο ή κάπως απαραίτητο ή λίγο πολύ απαραίτητο. Όλα τα εξοπλιστικά προγράμματα που φέρνουμε προς έγκριση, με τον έναν ή το άλλο τρόπο, είναι άκρως απαραίτητα για τις Ένοπλες Δυνάμεις. Άκρως απαραίτητα! Κατεπειγόντως απαραίτητα!
Οι φρεγάτες διότι ο Στόλος έχει πλέον μια πολύ μεγάλη ηλικία. Ναι, βεβαίως, υπάρχει και ζήτημα το οποίο θα κληθούμε σύντομα να επιλύσουμε για τον εκσυγχρονισμό μέσης ζωής, αν και μόνο μέσης ζωής δεν είναι η τριακονταπενταετία με τεσσερακονταπενταετία ηλικίας των φρεγατών αυτών, κλάσης ΜΕΚΟ. Το οποίο ναι, πέφτει πρόταση για αυτό. Την εξετάζει όπως κα όλα τα ζητήματα το Πολεμικό Ναυτικό -οι επιτελείς του- αλλά ποιος αμφιβάλει ότι είναι κατεπείγουσα ανάγκη να προμηθευτεί το Πολεμικό Ναυτικό τρεις νέες φρεγάτες και μάλιστα υπερσύγχρονης τεχνολογίας; Τις ψηφιακές φρεγάτες της νέας εποχής. Κανείς δεν αμφιβάλει. Επομένως δεν είναι θέμα περί του απαραίτητου κατεπείγοντα χαρακτήρα αυτού του προγράμματος.
Αν παίρνουμε άλλα έξι “Rafale” για να συμπληρώσουμε τον αριθμό των είκοσι τεσσάρων στα δεκαοκτώ. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα αεροπλάνα αυτά είναι απαραίτητα στις δομές της Πολεμικής Αεροπορίας. Απαραίτητα είναι και τα αεροπλάνα και τα όπλα τους και η συνολική παρουσία τους που -όπως είπα και στην πρώτη συζήτηση- διαφοροποιεί τις ισορροπίες στον αέρα στην περιοχή μας και προβληματίζει βέβαια και δεόντως τους αντιπάλους ή μάλλον τους γείτονες. Πλην όμως δεν θα βρουν απαντήσεις, όπως άκουσα επίσης στο δημόσιο λόγο να αναπτύσσεται, εξασφαλίζοντας την μεταστάθμευση καταρινών “Rafale” στο έδαφος, δεν είναι τόσο απλή υπόθεση αυτή.
Ποιος αμφιβάλει για το κατεπείγον του να αποκτήσουμε μετά από κάποιες δεκαετίες τελευταίου τύπου σύγχρονες τορπίλες στα σύγχρονα υποβρύχια για τα οποία υπερηφανευόμαστε (και καλά κάνουμε) ότι διαθέτουμε; Υπάρχει καμία αμφιβολία ότι υπάρχει κατεπείγουσα ανάγκη να γίνουν αυτά; Ακόμα και η «ουρά» του προγράμματος των επιπλέον υλικών, προσπορίζει κάποιο ακόμα επιπλέον οικονομικό όφελος στο Ελληνικό Δημόσιο αφού πλέον καλύπτεται η απόκλιση ανάμεσα σε αυτά που παρέλαβε τελικά το Πολεμικό Ναυτικό και σε αυτά που πλήρωσε. Είναι προς όφελος του Ελληνικού Δημοσίου κι είναι μία «ουρά» η οποία επιτέλους διευθετήθηκε οριστικά και αμετάκλητα. Κι αυτό υπήρχε η υποχρέωση να διευθετηθεί πλην όμως και εκεί ακόμα υπήρχαν κάποιες καθυστερήσεις. Δεν είναι κακό να κλείνουν όλα αυτά τα θέματα.
Άκουσα όμως διάφορα, «έλλειψη στρατηγικής». Γιατί πειράζει τόσο πολύ δηλαδή που ανακοίνωσε τα “Rafale” ο Πρωθυπουργός της χώρας, ο κ. Μητσοτάκης; Είναι αναρμόδιος ως προς το ζήτημα της αμυντικής θωράκισης της χώρας ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως Πρωθυπουργός; Γιατί δηλαδή; Δεν μπορώ να το καταλάβω. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορώ να εξηγήσω το σκεπτικό σας είναι ότι όλα αυτά ήταν στα χέρια του Πάνου Καμένου επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ. Η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω. Και ό,τι είχε να κάνει με Εξοπλιστικά το είχε, θα έλεγα, επάνω του ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας επί ημερών των Κυβερνήσεών σας. Γιατί δηλαδή είναι «ανάρμοστο» να ανακοινώνει ο Πρωθυπουργός της χώρας μία αμυντική προμήθεια και μάλιστα στρατηγικής σημασίας; Δεν είναι καθόλου.
Και θα έλεγα ότι η ευελιξία στις διαπραγματεύσεις όταν κατέστη οικονομικά ασύμφορη η προμήθεια των δύο φρεγατών “Belh@rra” όταν η τιμή, η τελική διαμόρφωση μάλιστα έφερε μία τιμή 3,3 δισ. για τα δύο καράβια, πιστώνεται στις θετικές παρεμβάσεις του Πρωθυπουργού. Είπε ότι δεν μπορούμε να σηκώσουμε οικονομικά την προμήθεια δύο φρεγατών “Belh@rra”, πλην όμως δεν το αφήνουμε, δεν το εγκαταλείπουμε αυτό το πρότζεκτ, την προμήθεια νέων φρεγατών. Κι εκείνη τη στιγμή με δεδομένες τις ανάγκες -όπως τις είχαν περιγράφει τα Επιτελεία, όπως ήταν περιγεγραμμένες στη Δομή Δυνάμεων, όπως ήταν προϋπολογισμένες στο Ενιαίο Μεσοπρόθεσμο Αμυντικού Εξοπλισμού- κάναμε τη στροφή στα “Rafale”. Αλλά δεν ανακαλύψαμε ξαφνικά μια καινούργια ανάγκη για την οποία δεν είχε κανείς πει τίποτα. Απλά κάναμε μια επαναπροτεραιοποίηση μέχρις ότου να έχουμε νέα δεδομένα και νέες δυνατότητες όσον αφορά στην αγορά των φρεγατών.
Άρα δεν υπάρχει κάποια έλλειψη στρατηγικής. Τη στρατηγική στους εξοπλισμούς σας είπα τι ακριβώς προσδιορίζει. Η Δομή Δυνάμεων, το ΕΜΠΑΕ και η περιγραφή των αναγκών από τα Επιτελεία τα οποία επεξεργάζονται λύσεις, εισηγούνται στο ΓΕΕΘΑ. Ο Αρχηγός συνέταξε ένα συνολικό σχέδιο για τους εξοπλισμούς, το συζητήσαμε, το συνθέσαμε, το υποβάλλαμε προς έγκριση στον Πρωθυπουργό, πήραμε την έγκριση και το υλοποιούμε. Αυτό κάνουμε τώρα. Αυτό δεν δείχνει έλλειψη στρατηγικής αλλά θα έλεγα αρκετά προσεγμένη στόχευση και προτεραιοποίηση των αναγκών.
Και βέβαια άκουσα κι όλα αυτά περί «παντελούς απουσίας της ΕΑΒΙ», της Εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας. Το πρώτο που ήθελα να πω είναι ότι όσον αφορά στις φρεγάτες και τα αεροσκάφη, δηλαδή τα γαλλικά οπλικά συστήματα, το πλαίσιο συμμετοχής της Εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας έχει προαναγγελθεί από τη συμφωνία – πλαίσιο για τη Στρατηγική Συνεργασία στην Άμυνα μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας. Υπάρχουν συγκεκριμένα άρθρα τα οποία αναφέρονται στη συμμετοχή και την σύγκληση, θα έλεγα, και τη δημιουργία ενός πλέγματος τακτικών επαφών και συνεννοήσεων μεταξύ στοιχείων των δύο αμυντικών βιομηχανικών, γαλλικής και ελληνικής. Αυτό είναι το πλαίσιο.
Αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, επιστρέψτε μου να πω ότι ακολουθήθηκε στις προμήθειες των φρεγατών περισσότερο, στα “Rafale” λιγότερο, όμως θεωρώ ότι και εκεί θα έχουμε συγκεκριμένη πρόοδο. Άλλωστε αναγράφεται και στο κεφάλαιο το άρθρο 49 αν δεν απατώμαι, της σύμβασης προμήθειας των έξι “Rafale”. Ανατρέξετε και θα το δείτε για εμπλοκή της αμυντικής βιομηχανίας.
Στο πλαίσιο αυτό και με βάση και τις πρωτοβουλίες της ΓΔΑΕΕ και τις επιστολές που έχουν αποσταλεί στη “Group Naval”, τη “Thales” και την “MBDA”, δηλαδή στις κατασκευάστριες εταιρείες των φρεγατών. Οι εταιρείες ακολούθησαν τις οδηγίες της ΓΔΑΕΕ, δηλαδή να ψάξουν στην ελληνική αγορά, να υλοποιήσουν δεσμεύσεις της συμφωνίας, να εντοπίσουν εταιρείες, να υποβάλουν σχέδια, να συνεννοηθούν, να τις εμπλέξουν. Και υπάρχει ήδη απτό αποτέλεσμα: Κατά τη “Naval Group” θα παρασχεθεί υποκατασκευαστικό έργο σε πάνω από 50 ελληνικές εταιρείες! Δεν το λες αυτό και «παντελή απουσία» της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Επαναλαμβάνω: πενήντα και πάνω ελληνικές εταιρείες! Ναι δεν είναι τα ναυπηγεία ακόμα. Θα ανακύψει θεωρώ στο μέλλον με βεβαιότητα η δυνατότητα κάποιο ελληνικού ναυπηγείου να παράσχει ναυπηγικό έργο, ενδεχομένως όταν πάμε στην επόμενη αγορά των πλοίων που αναπόφευκτα χρειάζεται στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού του το Πολεμικό Ναυτικό, αλλά ήδη παρέχεται υποκατασκευαστικό έργο. Προσδιορίζεται κατά τις εταιρείες αυτές ένα ποσοστό επιστροφής γύρω στο 13% κατά την “MBDA” όσον αφορά στα όπλα δηλαδή, λίγο παραπάνω, γύρω στο 16% – 17% αν δεν απατώμαι. Συνολικά αυτό υπολογίζεται σε 400 εκατομμύρια επιστροφών σε έργο που θα παρασχεθεί από εταιρείες της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, όσον αφορά στις φρεγάτες.
Επομένως, ας μην υπερβάλουμε ότι απουσιάζει παντελώς η εμπλοκής της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Ναι, πείτε ότι θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη. Πείτε ότι θα μπορούσαμε να βάλουμε ένα πλαφόν ξέρω εγώ, το 30% – 40%; Πείτε κάτι τέτοιο, αλλά όχι ότι απουσιάζει παντελώς, γιατί δεν απουσιάζει παντελώς. Και να πω και κάτι; Αν ξεκινήσει να παρέχεται υποκατασκευαστικό έργο, νομίζω σιγά – σιγά θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις να αποκτήσουν και οι ελληνικές εταιρείες μεγαλύτερη φήμη, ανταγωνιστικότητα, εξωστρέφεια και δυνατότητα -αν θέλετε- να αυξήσουν τη συμμετοχή τους και σε προγράμματα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και σε άλλα προγράμματα.
Αυτό είναι μέγα ζητούμενο, άμα θέλεις να ισχυρίζεσαι ότι αγωνίζεσαι για μια ισχυρή εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Η εγχώρια αμυντική βιομηχανία, δηλαδή να είναι και εξωστρεφής, να είναι και ανταγωνιστική. Να μην περιορίζει την ελπίδα της σε διεκδίκηση κάποιας δουλειάς, κάποιου προγράμματος από τις Ελληνικές Ένοπλές Δυνάμεις, αλλά μπορεί να το κάνει αυτό και διεθνώς. Αν δεν το κάνει τότε επιτρέψτε μου να εκτιμώ ότι δεν έχει τις προϋποθέσεις να είναι ανταγωνιστική και θα είναι μία έτσι κι αλλιώς προβληματική κατάσταση.
Τώρα, και για να μην λέω πολλά παραπάνω, τα βασικά πλεονεκτήματα για τα τρία τουλάχιστον προγράμματα, αφήνω έξω το “Excess materials”, αυτό νομίζω ότι το έχουμε εξαντλήσει. Όσον αφορά τις φρεγάτες είπαμε ότι κατέστη εφικτό για τις “Belh@rra” να συμπεριληφθούν επιπλέον δυνατότητες χωρίς διαφοροποίηση από το τελικό τίμημα, για παράδειγμα η εκπαίδευση επιπλέον πληρωμάτων και η αντικατάσταση υλικοτεχνικής υποδομής και λογισμικών με αυτά τελευταίας τεχνολογίας, το ό,τι η σύμβαση είναι ίδια με αυτή των Ενόπλων Δυνάμεων της Γαλλίας για το ίδιο αντικείμενο, σταθερές τιμές, υπάρχει το “option” με την ίδια τιμή ή σχετική αναπροσαρμογή, μάλλον, οριζόμενη για την τέταρτη φρεγάτα.
Επιτυχία της εν συνεχεία υλικοτεχνικής υποστήριξης, κάθε πλοίο την παραλαβή για τρία έτη. Επιτυχία η εν συνεχεία υλικοτεχνική υποστήριξη του εξοπλισμού που είναι να αποκτηθεί για πέντε έτη από την παραλαβή κάθε πλοίου. Και βέβαια περίοδος εγγύησης συμβατικών αντικειμένων δύο ετών, αντί ενός που ήταν η συνήθης πρακτική της “ΜΒDA”.
Όσον αφορά τις τορπίλες:
Ø Ολοκληρωμένη υποστήριξη με πλήρες πακέτο εκπαίδευσης, πλήρες συνεργείο τεχνικής υποστήριξης, επαρκής αριθμός αναλωσίμων συνολικού κόστους περί τα 22 από τα 112 εκατομμύρια στις εγκαταστάσεις του Πολεμικού Ναυτικού, σημαντικό. Σαράντα τέσσερις σύγχρονες τορπίλες αντί για ένα μικρότερο αριθμό συγχρόνων και αναβάθμιση δεκαοκτώ ή δεκαέξι παλαιοτέρων στα ίδια λεφτά, με τον ίδιο προϋπολογισμό. Αυτό νομίζω είναι αποτέλεσμα καλής διαπραγμάτευσης.
Ø Επίσπευση, βελτίωση μάλλον του χρονοδιαγράμματος παραδόσεων από 48 μήνες που ήταν κατά την αρχική διαπραγμάτευση σε 39 κατά το απώτερο όριο. Δηλαδή οι πρώτες τορπίλες θα παραδοθούν σε 16 μήνες με την ενεργοποίηση της σύμβασης, οι υπόλοιπες σε εικοσιτέσσερις, τριάντα τέσσερις και τριάντα εννέα μήνες από την ενεργοποίηση της σύμβασης.
Η προηγούμενη διαπραγμάτευση έκανε λόγο για τέσσερα έτη κι αυτό είναι μία βελτίωση της διαπραγμάτευσης, και βέβαια μία αύξηση κι εδώ της ελληνικής βιομηχανικής συμμετοχής, από τις τέσσερις εταιρείες ή πέντε που προκρίθηκαν να συνεργαστούν με τη μοναδική κατασκευάστρια αυτών των τορπιλών, δηλαδή τη γερμανική “Atlas Electronic”. Και στο τέλος, και εδώ υπάρχει μία ενεργοποίηση δικαιώματος προαίρεσης για πιθανή ή μελλοντική προμήθεια νέων τορπιλών με την τιμαριθμική αναπροσαρμογή.
Και για να πω κάτι το οποίο έχει το δικό του ενδιαφέρον. Αν δείτε ότι η τιμαριθμική αναπροσαρμογή που προκρίνεται είναι για δύο έτη από την ημερομηνία ενεργοποίησης, η τιμή μονάδος αυξάνεται κατά 2,2% σε σχέση με την αρχική τιμή, ενώ για πέντε έτη από την ημερομηνία ενεργοποίησης η τιμή μονάδος αυξάνεται κατά 16% σε σχέση με την αρχική τιμή, για να καταλάβετε για τι νούμερα συζητάμε όταν συζητάμε και τιμαριθμικές αναπροσαρμογές από μία αρχική τιμή ενός αντικειμένου, ενός όπλου και διαπραγματευόμαστε πρόσκτησή του στο μέλλον. Να πω ότι και η τιμή μονάδας, θα έλεγα, είναι ένα άλλο επιτυχημένο αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, αφού έχει επιτευχθεί έκπτωση 10% και η κάθε τορπίλη θα κοστίζει περί το 1,9 εκατομμύρια έναντι της διεθνώς αναμενομένης γι’ αυτού του είδους την τορπίλη τιμή από 2,1 έως 2,6 εκατομμύρια. Άρα, αυτά όσον αφορά τις τορπίλες.
Τέλος, όσον αφορά στα αεροσκάφη, θέλω να πω ότι ο συνολικός προϋπολογισμός γύρω στο 1.092.000.000 περίπου ευρώ συμπεριλαμβάνει κρατήσεις και αναπροσαρμογές τιμών. Η τιμή του αεροσκάφους έχει να κάνει με το ό,τι όλα τα συστήματα που προσαρμόζονται σε αυτά τα έξι καινούργια “Rafale” είναι εντελώς καινούργια -τελευταίου τύπου θα έλεγα- και ιδίως αυτά που έχουν να κάνουν με τα ηλεκτρονικά υποσυγκροτήματα του αεροσκάφους, όπως το ραντάρ του -το λεγόμενο MIDS- που έχει να κάνει με το δικτυοκεντρικό σύστημα σύνδεσης μεταξύ των αεροσκαφών, άλλων αεροσκαφών ενδεχομένως και άλλων στοιχείων, όπως πλοία ή επίγειες δυνάμεις. Το “Link 16” είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρχει αυτή η δικτυοκεντρική διασύνδεση. Για να μη μιλήσω και για την παραλαβή των έξι καινούργιων αεροσκαφών μέχρι το τέλος του 2024. Δηλαδή με το που τελειώνει η παραλαβή των δεκαοκτώ ξεκινά αμέσως η παραλαβή των επόμενων έξι μέχρι να συμπληρώσουμε είκοσι τέσσερα. Κι αυτό ίσως να έχει και κάποιο αντίκτυπο στην εμπλοκή της αμυντικής βιομηχανίας, διότι όταν ζητάς να σου παραδοθεί κάποιο αεροσκάφος σε τόσο ταχείς χρόνους, η πρώτη εξάδα σε ένα χρόνο, ας πούμε, από την αρχική συμφωνία, τότε δεν έχεις μεγάλα περιθώρια να εμπλέξεις σε υποκατασκευαστικό έργο και την δική σου εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Αυτό ενδεχομένως θα ήταν πιο δόκιμο και αναμενόμενο να γίνει σε μία μεταγενέστερη φάση όταν έχουμε να κάνουμε με τη συντήρηση και την υποστήριξη αυτών των αεροσκαφών.
Επομένως, νομίζω ότι είναι προφανές ότι αυτές οι τρεις συμβάσεις, αυτά τα τρία εξοπλιστικά προγράμματα είναι άκρως επωφελή για τη συνολική δυνατότητα των Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι άκρως απαραίτητα κατ’ αρχάς για την αναβάθμιση, την ενίσχυση του Πολεμικού Ναυτικού με πολύτιμες νέες Μονάδες αλλά και την επαύξηση των δυνατοτήτων της Πολεμικής Αεροπορίας με ένα τύπο αεροσκάφους που έχει αποδεδειγμένη, θα έλεγα, αξία.
Δεν θέλω να ακούω επιχειρήματα του τύπου «γιατί δεν βάλατε “SCALP Naval” στις Belh@rra», ας πούμε. Δεν είναι για αντιαεροπορική ομπρέλα τα “SCALP Naval”. Είναι στρατηγικό όπλο το οποίο, αν θέλετε, πρώτον μπορούν να φέρουν κι άλλα στοιχεία των συστημάτων μας, όπως ας πούμε τα “Rafale”. Δεύτερον αν το βάλεις επάνω στη φρεγάτα, θα πουν οι αρμοδιότεροι εμού Επιτελείς του Πολεμικού Ναυτικού ότι το καθιστάς και λίγο στόχο έτσι, καθότι στρατηγικό το όπλο αυτό. Και εν πάση περιπτώσει, αφού το φέρουν αεροσκάφη γιατί να το έχει και η φρεγάτα η οποία άλλο κύριο ρόλο ανάμεσα στους πολλούς, στις πολλές αποστολές που θα μπορεί να διεξαγάγει, έχει προοριστεί να επιτελεί.
Σε κάθε περίπτωση, επωφελείς συμβάσεις για τις Ένοπλες Δυνάμεις. Εμπλοκή, ναι, της Εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας σε κάποιο ποσοστό το οποίο, εν πάση περιπτώσει θεωρώ ότι θα μπορούσε να αυξηθεί στην πορεία αλλά δεν είναι αμελητέο και βέβαια στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδιασμού για την επόμενη ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων. Όπως σας είπα, μένουν πολλά να γίνουν. Κι ασφαλώς η προσπάθεια αυτή έχει τεράστιο κόστος οικονομικό. Αναμφίβολα έχει πολύ μεγάλο, δυσβάσταχτο -δεν αντιλέγω- οικονομικό κόστος αλλά έχει και κάτι άλλο.
Έχει ανυπολόγιστο, επιτρέψτε μου να πιστεύω, εθνικό όφελος. Γιατί σε μία εποχή δύσκολη, σε μία εποχή με πάρα πολλές γεωπολιτικές αβεβαιότητες, με εντάσεις, με κρίσεις, με απειλές διαφόρων τύπων που εκδηλώνονται πλέον κοντά μας. Γιατί, όπως καταλαβαίνετε, πριν από μερικά χρόνια θα ήταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας να συζητάμε για υπαρκτό σενάριο να ξεσπάσει πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος. Αυτές τις ημέρες συζητάμε ακριβώς αυτό, ένα πολύ υπαρκτό σενάριο να ξεσπάσει πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος και μάλιστα όχι μακριά από τα δικά μας τα μέρη.
Είχαμε την Κύπρο, ναι, το 1974, ασφαλώς. Δεν την ξεχνάμε την Κύπρο, όχι, μην παρεξηγηθώ για αυτό, αλλά είμαστε στο 2022 και μιλάμε για πόλεμο ξανά στην Ευρώπη.
Πριν από 10-15 χρόνια, επιτρέψτε μου χωρίς να πούμε σε διάλογο, ότι δεν θα το, λίγοι από εμάς φανταζόμασταν ότι μπορεί να γίνει. Και τώρα ζούμε αυτό που ζούμε.
Σε κάθε περίπτωση η χώρα πρέπει να κάνει προσπάθειες για να θωρακιστεί κι αυτό είναι και το δικό μας καθήκον, αυτή είναι η αποστολή μας. Πρέπει να το κάνει με οργανωμένο τρόπο, πρέπει να το κάνει καλύπτοντας ανάγκες και πρέπει να το κάνει ενδεχομένως τρέχοντας και λίγο με ποιο εντατικούς ρυθμούς για να καλύψει κενά από το παρελθόν που δημιουργήθηκαν σε εποχές άλλες όταν και οι συνθήκες ήταν διαφορετικές και οι δυσκολίες οι οικονομικές ήταν διαφορετικές. Αλλά πρέπει να το κάνει και σε αυτό επιμένω, παρά την αντίθετη άποψη που εξέφρασε ο κύριος Παπαναστάσης ότι πρέπει να επιδείξουμε ομοψυχία. Δηλαδή δεν ξέρω, αισθάνομαι ότι ο κ. Παπαναστάσης εννοεί την ομοψυχία ότι στο να είμαστε ομόψυχοι αλλά να μην χρησιμοποιούμε ΝΑΤΟϊκά όπλα. Ωραία! Θα έχουμε ομοψυχία αλλά δεν θα έχουμε όπλα να αντιμετωπίσουμε τις απειλές που μας περιτριγυρίζουν κι αυτό για εμένα είναι μία συνθήκη που δεν μπορούμε να υποστούμε.
Επομένως να καταλήξουμε ότι το ζητούμενο είναι αυτό που περιέγραψα, ότι αυτές οι συμβάσεις ικανοποιούν, θα έλεγα, τους βασικούς όρους, ότι γίνονται με αίσθηση κατεπείγοντος και τις σχετικές ταχύτητες, γίνονται μετά από πολλή δουλειά που εκτελέστηκε από τα Επιτελεία, από τις Γενικές Διευθύνσεις με τη συνεισφορά, ασφαλώς των Αρχηγών και του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ στη βάση του σχεδίου που περιέγραψα κι ότι αυτό που οφείλουμε σε αυτούς τους ανθρώπους είναι να συνεχίσουμε να διεξαγάγουμε αυτή την εντατική προσπάθεια για να επαυξήσουμε τις δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεών μας κι επομένως μέσα από αυτό τον τρόπο, αλλά με τις σωστές διαδικασίες και θα έλεγα με τη σωστή ατμόσφαιρα μεταξύ μας, να θωρακίζουμε και την Πατρίδα μας σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς.
Αύριο στην Ολομέλεια θα πούμε λίγα παραπάνω.
Σας ευχαριστώ για τη συνεισφορά σας στη συζήτηση».