Μήπως η επιστήμη και η καινοτομία αποτελούν σημαντική λύση για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών;
Άρθρο του
Νίκου Χατζητρακόσια
Συνταγματάρχη ε.α. – Χημικού Μηχανικού ΕΜΠ, ΜSc
Ατιδημάρχου Δήμου Φυλής
Ο άνθρωπος στάθηκε ανέκαθεν απέναντι στα δάση φίλος και εχθρός, προστάτης και εκμεταλλευτής. Με αφορμή διάφορες ανάγκες ή από άλλες αιτίες με τις διάφορες καταστρεπτικές του επεμβάσεις υποβάθμιζε και περιόριζε συνεχώς τα δάση. Ο κίνδυνος ολοκληρωτικής καταστροφής των δασών μας συνεχίζεται κυρίως από τις πυρκαγιές. Δυστυχώς κάθε χρόνο κυρίως τους θερινούς μήνες γινόμαστε μάρτυρες οδυνηρών καταστροφικών εικόνων για τα πολύτιμα δάση μας.
Οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν μια μόνιμη πηγή καταστροφής τόσο των δασών της χώρας μας όσο και γεωργικών καλλιεργειών, κατοικημένων περιοχών κ.τ.λ. Τα θύματα, οι τραυματίες και οι υλικές ζημιές από τις δασικές πυρκαγιές δυστυχώς είναι πολύ οδυνηρά.
Τα τελευταία χρόνια παρά τα σημαντικά κονδύλια που διατίθενται για τη πρόσληψη προσωπικού, τον εξοπλισμό και τα διατιθέμενα μέσα, δυστυχώς τα αποτελέσματα των καταστροφικών πυρκαγιών παραμένουν τεράστια με ότι αρνητικό συνεπάγεται για τους πολίτες, το φυσικό περιβάλλον και γενικότερα τη πατρίδα μας.
Εύλογα δημιουργείται σε όλους το ερώτημα τι άλλο ακόμη συμπληρωματικά χρειάζεται για να αντιμετωπιστούν οι δασικές πυρκαγιές, εκτός από τη συμβατική μεθοδολογία χρήσης προσωπικού, μέσων πυρασφάλειας και τους τρόπους επιχειρησιακής καταστολής της πυρκαγιάς. Την απάντηση μπορεί να την δώσει η επιστήμη και η καινοτομία.
Στο Τμήμα Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ στα πλαίσια της διπλωματικής μου εργασίας ερευνήθηκε και μελετήθηκε (με την καταγραφή πειραματικών δεδομένων) ο τρόπος δράσης και οι μηχανισμοί λειτουργίας των χημικών επιβραδυντών κατά την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς της καύσιμης δασικής ύλης. Η μελέτη παρουσιάσθηκε και δημοσιεύθηκε στο 18ο Πανελλήνιο Συνέδριο Χημείας το 2001 (Πρακτικά, σελ. 359-362)
Η ιδέα της χρήσης επιβραδυντικών ουσιών δεν είναι καινούργια και υπάρχει σημαντική βιβλιογραφία για το θέμα 50 χρόνια και πλέον. Ο βασικός ρόλος των επιβραδυντικών είναι να δημιουργήσουν φράγματα μπροστά από το μέτωπο της φωτιάς έτσι ώστε οι επίγειες δυνάμεις να μπορέσουν να περιορίσουν και τελικά να σβήσουν την φωτιά.
Γενικά τα χημικά επιβραδυντικά είναι πιο αποτελεσματικά όταν ρίχνονται μπροστά από το μέτωπο της πυρκαγιάς σε καύσιμες δασικές ύλες με μεγάλη εξωτερική επιφάνεια ή σε πυρκαγιές μικρής έντασης και κυρίως στην αρχή της πυρκαγιάς όταν αυτή είναι μικρή.
Από την διεθνή βιβλιογραφία εξάγεται ότι οι επιβραδυντές μακράς διάρκειας πολλαπλασιάζουν την αποτελεσματικότητα του νερού στη δασοπυρόσβεση. Συγκεκριμένα την διπλασιάζουν όταν χρησιμοποιούνται απευθείας πάνω στις φλόγες ή λίγο μπροστά απ΄ αυτές και την τετραπλασιάζουν όταν χρησιμοποιούνται μπροστά από τις φλόγες για την δημιουργία ζωνών.
Οι επιβραδυντικές ουσίες που μελετήθηκαν ήταν τα άλατα του όξινου φωσφορικού διαμμώνιου (DAP) και του θειικού αμμωνίου (AS) καθώς και το συνδυαστικό τους μίγμα, η απόκτηση των οποίων έχει μικρό κόστος. Τα αποτελέσματα έδειξαν με απόλυτο τρόπο ότι μειώνουν την εφεκτικότητα των δασικών υλών επηρεάζοντας τον χρόνο που απαιτείται για την ανάφλεξή τους, τα αρχικά σημεία ανάφλεξης αλλά και την χρονική διάρκεια της καύσης με φλόγα.
Εκτιμάται λοιπόν ότι η προσθήκη και ανάμειξη των υδατοδιαλυτών αυτών ουσιών με αυτόματο μηχανικό τρόπο στις δεξαμενές των πυροσβεστικών αεροσκαφών και οχημάτων, θα μετέτρεπαν την απλή χρήση νερού σε χρήση υγρού μίγματος με πολλαπλάσια ισχύ στην αντιμετώπιση της πυρκαγιάς.
Φυσικά, οι επιβραδυντικές ουσίες είναι μια μόνο πλευρά της επιστημονικής αντιμετώπισης των πυρκαγιών. Υπάρχουν πολλές ακόμα καινοτόμες επινοήσεις που στοχεύουν στον τομέα της πρόληψης, στην οποία, κατά την άποψή μου, πρέπει να ριχθεί ακόμα μεγαλύτερο βάρος. Χαρακτηριστικά αναφέρω την τηλεεπιτήρηση μέσω αισθητήρων και drones με θερμική κάμερα οι οποίοι συντονίζονται από υπολογιστή, με τη βοήθεια γεωγραφικού συστήματος πληροφοριών (GPS).
Την εγκατάσταση ενός τέτοιου συστήματος στην Πάρνηθα πρότεινε, πριν από δύο χρόνια ο Δήμος Φυλής και μάλιστα υπέβαλε σχετική μελέτη για χρηματοδότηση από το πρόγραμμα «ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΡΙΤΣΗΣ». Όμως, δυστυχώς δεν εγκρίθηκε μέχρι σήμερα, ώστε να υπάρχει ένα σύστημα αναφοράς, το οποίο να αποτελέσει πιλότο λειτουργίας, σε κανονικές συνθήκες.
Ας ελπίσουμε ότι θα εκμεταλλευτούμε γρήγορα οποιαδήποτε δυνατότητα πρόληψης, γιατί, λόγω των εκτεταμένων καταστροφών στα δάση και το περιαστικό περιβάλλον, θα διαταραχθεί η οικολογική ισορροπία στην Αττική, με ορατό τον κίνδυνο της ερημοποίησης σε μια περιοχή όπου κατοικεί ο μισός πληθυσμός της Ελλάδος και όπου παράγεται το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού πλούτου.