13.3 C
Athens
Σάββατο, 23 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΘΡΗΣΚΕΙΑΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ

Τὸ κείμενο αὐτὸ γράφτηκε πρὶν δεκατέσσερα χρόνια, μετὰ ἀπὸ αἴτημα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἀπολλώ. Τὸ ἀναρτοῦμε καὶ πάλι ὡς ἐπίκαιρο, ἀλλὰ καὶ εἰς μνημόσυνον τοῦ Γέροντος Ἀπολλώ, ὁ ὁποῖος ἤθελε «πάντας σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Γι᾽ αὐτὸ ἔρριχνε πάντα τὰ δίκτυα τοῦ λόγου στὰ δεξιὰ μέρη τῆς μικρῆς του ὁλκάδας καὶ τὴν θεόσδοτη ἄγρα τὴν ἔπαιρνε μαζὶ στὴν θεόδρομη πορεία του. Πολλοὺς βοήθησε νὰ βροῦνε τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ μᾶλλον θὰ ἄκουσε τὴν μακάρια φωνὴ «ὁ ἐξάγων ἄξιον ἐξ ἀναξίου ὡς τὸ στόμα μου ἔσται». Ἂς εἶναι ἡ μνήμη του αἰώνια καὶ νὰ πρεσβεύη γι᾽ αὐτοὺς ποὺ ζητᾶνε τὶς πρεσβεῖες του.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ
Μὴ νομίση κανεὶς πὼς στὸν ἐρημικὸ καὶ ἀπομακρυσμένο Ἄθωνα θὰ ἀντικρύση χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες, σὰν ἐκεῖνες ποὺ βλέπει καθημερινὰ στὶς πόλεις καὶ στὰ χωριά. Κάποτε βρεθήκαμε ἔξω ἀπὸ τὸ ἱερὸ Ὄρος τὶς παραμονὲς τῆς μεγάλης ἑορτῆς καὶ βλέπαμε τοὺς δρόμους γεμάτους ἀστεροειδῆ φωτάκια καὶ ἀλλοῦ τὰ δένδρα νὰ τὰ περιτρέχουν σὰν πύρινοι ποταμοὶ ἐναλλασσόμενα φῶτα, ποὺ θύμιζαν τὰ φοβερὰ φίδια ποὺ περιτύλιγαν τὸν μυθικὸ Λυκάονα. Σὲ ἄλλα σημεῖα ὁμοιώματα δένδρων χιονισμένων καὶ παντοῦ σχεδὸν ἡ παράσταση ἑνὸς εὐτραφοῦς γέρου γενειοφόρου, μὲ στολὴ ὑπερβορείων καὶ βαρειὲς μπότες, ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἀναπαριστᾶ τὴν ἀσκητικὴ μορφὴ τοῦ Καππαδόκη Ἁγίου Βασιλείου. Δὲν ἔλειπε καὶ ἡ εἰδυλλιακὴ παράσταση μιᾶς φάτνης, μὲ τὸν μικρὸ Ἰησοῦ καὶ τὴν Παρθένο δίπλα στὸν Ἰωσὴφ καὶ τὰ ζῶα νὰ χαμογελοῦν τάχα εὐτυχισμένοι γιὰ ὅσα συμβαίνουν γύρω τους. Παντοῦ φῶτα, ἐκπτώσεις, ἐμπόριο, ἑτοιμασία, ἄγχος, δῶρα καὶ μύρια ὅσα ἄλλα, συνιστοῦν στὸν ταλαίπωρο κόσμο τὴν ἑτοιμασία γιὰ τὰ Χριστούγεννα. Ποὺ μέσα σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ζάλη ξεχνᾶ τελικὰ τί εἶναι τὰ Χριστούγεννα καὶ ποιὸ τὸ νόημα καὶ τὸ μήνυμα τῆς μεγάλης ἑορτῆς.
Στὸν δικό μας τὸν ἱερὸ Ἄθωνα ἡ ζωὴ κυλᾶ τὸ ἴδιο εἰρηνικὰ καὶ ἥσυχα ὅπως ὅλο τὸν χρόνο καὶ τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων. Σὰν χερσόνησος ποὺ εἶναι περιβρέχεται γύρω ἀπὸ θάλασσα, ποὺ σὲ καιρὸ γαλήνης φαντάζει πρασινογάλαζο βάθος περίτεχνου ζωγραφικοῦ πίνακα. Ὅταν ὅμως, ὅπως τώρα τὸν χειμῶνα, ἡ θάλασσα ἀγριεύει καὶ τὰ κύματα φουσκώνουν, χτυπώντας διαδοχικὰ καὶ ἀλλεπάλληλα τὶς βραχώδεις ἀκτές, κάνουν ὁ ἄσπρος ἀφρὸς νὰ μοιάζει ἀνοιξιάτικο μυριολούλουδο στεφάνι, ποὺ στεφανώνει τὴν χερσόνησο κυκλοτερῶς. Οἱ χωμάτινοι δρόμοι μας ἔχουν τώρα λίγη κίνηση καὶ τὰ αἰωνόβια ἢ νεαρὰ δένδρα, ποὺ ἐλεύθερα ἀναπτύσσονται, στολίζουν τὸ τοπίο μὲ τὶς φυσικές τους ὀμορφιὲς καὶ ἀντὶ γιὰ φῶτα χιλιάδες δροσοσταλίδες πρωϊνὲς λαμπυρίζουν στὶς πρῶτες ἡλιαχτίδες σὰν πολυτίμητα διαμάντια.
Σὲ τοῦτο τὸν τόπο, ποὺ μόνιμα ζοῦν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον μοναχοί, διαφορετικὰ νιώθουν καὶ ζοῦν τὸ πλησίασμα τῆς μεγάλης ἑορτῆς. Ἡ προετοιμασία συνίσταται σὲ σαρανταήμερη νηστεία, ὅπως τὴν ἔχει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καθορίσει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Μὲ τὴν νηστεία καθαρίζεται ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, γιὰ νὰ μπορέσουν ἔτσι καθαροὶ νὰ δοῦν τὸν μυστήριο τὸ ἀπόρρητο τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων. Ἡ νηστεία ἀρχίζει στὶς 15 Νοεμβρίου καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴ σιγά-σιγὰ ἀρχίζουν καὶ οἱ προεόρτιοι ὕμνοι, ποὺ ἐξυμνοῦν τὸ γεγονὸς τὸ προσδοκώμενο. Στὴν ἀγρυπνία τῶν Εἰσοδίων (21 Νοεμβρίου) ψάλλονται οἱ καταβασίες τῶν Χριστουγέννων “Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε…”, ἐνῶ τὴν ὥρα τῆς ψαλμωδήσεώς τους χτυποῦν, μέσα στὴν βαθειὰ τὴ νύχτα, χαρμόσυνα ὅλες οἱ μελωδικὲς καὶ πολύφθογγες καμπάνες ἀπὸ τὰ εἴκοσι ἁγιορείτικα μοναστήρια. Ἀντιλαλοῦν οἱ λόγγοι, σκιρτοῦν τὰ βουνά, βουΐζουν οἱ χαράδρες καὶ τὰ φαράγγια, τρεμοπαίζουν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὴν μελωδία τὴν παίρνει ὁ ἀέρας καὶ τὴν στροβιλίζει στὰ πελάγη. «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε…» Ἂς τὸ ἀκούση ὅλη ἡ κτίση καὶ ἂς εὐφρανθῆ· ἡ λογικὴ καὶ ἡ ἄλογη, ἡ αἰσθητὴ καὶ ἡ ἀναίσθητη. Τὰ οὐρανια καὶ τὰ ἐπίγεια.

Εἶναι ὅμως μακρὺς ἀκόμη ὁ δρόμος. Καὶ ἡ νηστεία μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους σωματικοὺς καὶ πνευματικοὺς κόπους δὲν ἀστειεύονται. «Ἕως οὗ ἔλθῃ ᾧ ἀπόκειται καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν…» Αὐτὴν τὴν προσδοκία τῶν προφητῶν καὶ τοῦ ἀρχαίου κόσμου φανερώνει τούτη ἡ περίοδος τῆς προετοιμασίας. Προσδοκοῦμε κι ἐμεῖς οἱ ταπεινοὶ καὶ ἐρημοπολίτες μοναχοὶ τοῦ Ἄθωνα, ὄχι πλέον τὴν ἐπὶ γῆς σωματικὴ παρουσία τοῦ Μεσσία καὶ λυτρωτῆ –αὐτὴ ἔγινε ἅπαξ. Οὔτε γιὰ νὰ γιορτάσουμε τὴν ἐτήσια ἀνάμνηση ἢ ἐπέτειο ἑνὸς μεγάλου, κοσμοϊστορικοῦ καὶ ἀνεπανάληπτου γεγονότος. Γιατὶ τὰ Χριστούγεννα, γιὰ ὅσους φρονοῦν ὀρθά, δὲν εἶναι ἀνάμνηση. Τώρα ὅμως, συντροφιὰ μὲ τοὺς μάγους, ἀκολουθοῦμε καὶ ἐμεῖς μὲ προσδοκία καὶ λαχτάρα τὴν πορεία τοῦ ἀστεριοῦ, γιὰ νὰ δοῦμε «ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται». «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοὶ ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ…». Αὐτὸ τὸ ἀστέρι, ποὺ τότε γιὰ πρώτη φορὰ φάνηκε στὴν μακρινὴ Ἀνατολὴ, εἶχε μὲ σαφήνεια προφητευθῆ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη: «Ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακὼβ καὶ συντρίψει τὰς βασιλείας Μωάβ». Ἦταν ὅμως ἀστέρι; Καὶ πῶς δὲν τὸ εἶδαν καὶ ἄλλοι ἀστρολόγοι, παρὰ μόνον τοῦτοι οἱ τρεῖς; Ἦταν ἕνα φαινόμενο φυσικό; ἕνας κομήτης; ἕνα νεφέλωμα; Καὶ πῶς στάθηκε πάνω ἀπὸ τὴν φάτνη, δακτυλοδεικτώντας τρόπον τινα «τὸ βρέφος τὸ τεχθέν»; Σήμερα ποὺ γνωρίζουμε γιὰ τὴν οὐσία καὶ τὴν σύσταση τῶν ἀστεριῶν θὰ ἦταν ἀστεία μιὰ τέτοια ὑπόθεση. Ἀλλὰ οὔτε καὶ φανταζόμαστε νὰ παίρνει κανεὶς στὰ σοβαρὰ τὰ περὶ ζωδίων καὶ ἐπήρειας τῶν ἀστεριῶν στὴν ζωή μας, ποὺ μυθεύουν μὲ πολλὴ μέθοδο οἱ σημερινοὶ ἀστρολόγοι καὶ ἀστρομάντεις.
Τὸ ἀστέρι τῶν Μάγων καὶ τῆς Βηθλεὲμ ἦταν ἕνα θεϊκὸ σημεῖο ἢ ἕνας Ἄγγελος, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ποὺ ὁ Θεὸς τὸ οἰκονόμησε ἔτσι, ὥστε νὰ γίνη φανερὴ ἡ παρουσία του πάνω στὴν γῆ. Στὴν τρίχρονη τούτη ἀναζήτηση καὶ περιπλάνησή τους οἱ μάγοι τῆς Ἀνατολῆς γύρισαν τόπους καὶ τόπους, ἐρευνώντας μὲ λαχτάρα γι᾿ αὐτὸν ποὺ ὅπως νόμιζαν εἶδαν τὸ ἀστέρι τῆς γέννησής του στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἦταν τῶν ἐθνῶν ἡ προσδοκία καὶ ἀπαντοχή. Καὶ ὅπως γύριζαν καὶ ρωτοῦσαν, γίνονταν χωρὶς νὰ τὸ ἀντιλαμβάνονται οἱ πρῶτοι ἀπόστολοι καὶ κήρυκες τοῦ Χριστοῦ.
Κι ἐμεῖς οἱ Ἀθωνίτες, σὰν νὰ ἀκολουθοῦμε τοῦτο τὸ θεϊκὸ ἀστέρι, πορευόμαστε μὲ προσδοκία καὶ ἐλπίδα τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν Βηθλεὲμ ὅλη τούτη τὴν σαρανταήμερη περίοδο τῆς προετοιμασίας. Λαχταροῦμε νὰ συναντήσουμε τὸν προσδοκώμενο Χριστὸ σὰν νήπιο σπαργανωμένο μέσα στὴν φτωχικὴ τὴν φάτνη. Καὶ ὅσο πλησιάζουν οἱ μέρες τόσο καὶ τὰ θεῖα μελωδήματα τῆς Ἐκκλησίας ἐπιτείνονται καὶ προϊδεάζουν γιὰ τὸ γεγονός. «Προεορτάσωμεν λαοὶ Χριστοῦ τὰ γενέθλια…» «Αἱ ἀγγελικαὶ προπορεύεσθε δυνάμεις, οἱ ἐν Βηθλεὲμ ἑτοιμάσατε τὴν φάτνην…» Τὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης ἡμέρας, τότε ποὺ ὁ φτωχὸς κόσμος ἀσχολεῖται μὲ ψώνια, ἑτοιμασίες φαγητῶν, ἐκδρομές, τραγούδια καὶ κάλαντα, ἐμεῖς ὅλη σχεδὸν τὴν ἡμέρα περνᾶμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ψάλλουμε τὶς μεγάλες καὶ βασιλικὲς Ὧρες. Ἀπαγγέλουμε τὸ «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου…» Ἀκοῦμε στὸν Ἑσπερινὸ τὸν ὑπέροχο ὕμνο «Αὐγούστου μοναρχήσαντος…» ποὺ τοποθετεῖ σὲ χρονικὰ καὶ κοινωνικὰ ὅρια τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Τελοῦμε τὴν μεγάλη καὶ ἐπίσημη λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Καὶ ὅταν ἀργὰ πρὸς τὸ ἀπόγευμα τελειώσουν τοῦτες οἱ κατανυκτικὲς καὶ ἀτέλειωτες ἀκολουθίες, γευόμαστε στὴν τραπεζαρία τοῦ μοναστηριοῦ λίγη τροφὴ ἀλάδωτη, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ συνεχίσουμε τὴν ὑπόλοιπη πορεία μας πρὸς τὴν νοητὴ Βηθλεέμ.

Στὶς 10 ἡ ὥρα περίπου πρὶν τὰ μεσάνυχτα ἀρχίζει ἡ ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων στὰ ἱερὰ μοναστήρια τοῦ Ἄθωνα. Μέσα στὴν σκοτεινὴ νύχτα, ποὺ πολλὲς φορὲς τὴν συνοδεύουν ἄνεμοι δυνατοὶ καὶ παγωμένοι, χτυπᾶ διακριτικὰ τὸ ξύλινο σήμαντρο, μὲ τὸν χαρακτηριστικό του ἦχο «τὸ τά-λα-ντο, τὸ τά-λα-ντο». Σηκωθῆτε πατέρες, ἀποτινάξτε τὸν ὕπνο, ξεχάστε τὴν κούραση, ἀψηφῆστε τὴν πείνα. «Τὸ τά-λα-ντο, τὸ τά-λα-ντο». Μὴ χάσουμε μόνο τὸ τάλαντο. Τὸν θησαυρὸ νὰ ἀναζητήσουμε ποὺ κρύβεται στὴν φάτνη. Κοιτάξτε· τὸ ἀστέρι πορεύεται μὲ ταχύτητα μπροστά. Ἀκοῦστε τὸν ὕμνο τὸν ὑπερκόσμιο τῶν Ἀγγέλων. Προσέξτε πῶς οἱ ποιμένες κατάπληκτοι προσκυνοῦν. Καὶ ἡ ὑπόκρουση τῆς νυχτερινῆς σάλπιγγας συνεχίζεται· «τὸ τά-λα-ντο, τὸ τά-λα-ντο».
Καὶ οἱ μοναχοὶ σιγά-σιγὰ μέσα ἀπὸ σκοτεινοὺς διαδρόμους καὶ κελλιὰ καταφθάνουν μὲ σπουδὴ στὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἀγρυπνία ἀρχίζει μὲ κατανυκτικὲς καὶ ἤρεμες ψαλμωδίες, ποὺ ὅλες μὲ ὑψηλὰ καὶ ὑπέροχα νοήματα ἐκθειάζουν καὶ ἀποσαφηνίζουν τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. «Ἡ γέννησίς σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως…» Ἀλλοῦ ὁ ποιητὴς γεμᾶτος θάμβος ἐρωτᾶ τὴν Παρθένο: «τί θαυμάζεις, Μαριάμ; τί ἐκθαμβεῖσαι τὸ ἐν σοί;»  γιὰ νὰ πάρη τὴν ἀπάντηση «ὅτι ἄχρονον Υἱὸν χρόνῳ ἐγέννησα, φησί, τοῦ τικτομένου τὴν σύλληψιν μὴ διδαχθεῖσα…» Ἀκόμη καὶ ἀρχαῖα μέτρα ἰαμβικὰ ἔχουν ἐπιστρατευθῆ, γιὰ νὰ ἐξυμνήσουν τὴν ἑορτή.
«Ἔσωσε λαὸν θαυματουργῶν Δεσπότης
ὑγρὸν θαλάσσης κῦμα χερσώσας πάλαι·
ἑκὼν δὲ τεχθεὶς ἐκ κόρης, τρίβον βατὴν
πόλου τίθησιν ἡμῖν…»
Τὰ καντήλια τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ λιγοστό τους φῶς, καθὼς κρέμονται καὶ αἰωροῦνται ἀπὸ τοὺς τρούλλους καὶ τὶς κόγχες, σὰν ἄστρα φαντάζουν τοῦ οὐρανοῦ. Καί, ὅταν στὴν ὥρα τους ἀνάψουν οἱ πολυέλεοι καὶ ὁ χορὸς μὲ τὰ ἁγνά τους κεριά, οὐρανὸς πολύφωτος γίνεται ἡ Ἐκκλησία. Σὲ ἄλλες στιγμὲς τὰ κουδουνίσματα τῶν θυμιατῶν μὲ τὴν εὐωδία τοῦ λιβανιοῦ προσφέρουν ἐγρήγορση στὴν σύναξη τῶν μοναχῶν καὶ ὅσων εὑρεθοῦν νὰ συνεορτάζουν μαζί τους. Ἡ νύχτα ὅμως ἡ Ἁγία τῶν Χριστουγέννων προχωρᾶ καί, πρὶν καλὰ ξημερώση, πλησιάζει πρὸς τὸ τέλος καὶ ἡ ὁλονύκτια ἀγρυπνία. Οἱ ψάλτες κουρασμένοι, ἀλλὰ ἀκόμη καλλίφωνοι, ψάλλουν “Λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ…”
Καὶ μετὰ ἔχει σειρὰ τὸ μοίρασμα τοῦ δώρου. Γιορτὴ εἶναι καὶ τρανὴ γιορτή. Ὅλοι δικαιοῦνται ἕνα δῶρο. Ἀρκετὰ κοπίασαν σαράντα μέρες. Πολὺ ἀγρύπνησαν ὅλη τὴ νύχτα. Τὸ δῶρο θὰ ξεκουράση, θὰ ἱκανοποιήση καὶ θὰ ἀνταμείψη. Ἀλλὰ τὸ δῶρο θὰ μοιρασθῆ στοὺς μοναχοὺς ἀντάξιο γιὰ τοὺς κόπους καὶ τὶς θυσίες τους. «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε, πηγῆς ἀθανάτου γεύσασθε». Ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος, ὁ αὐτουργὸς τῆς γιορτῆς, ὁ ποιητὴς τῆς κτίσεως, ὁ τῶν Ἀγγέλων βασιλιὰς καὶ πλάστης τῶν αἰώνων, αὐτὸς εἶναι τὸ δῶρο τὸ ὑπέρτιμο τῶν μοναχῶν! Τὸ βραβεῖο τῶν ἀγώνων. Τὸ τέλος τῆς μακρᾶς ὁδοιπορίας, τῆς προσδοκίας ἡ ἐκπλήρωση. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, αὐτὸς δίνεται ὁλόκληρος καὶ εἰσέρχεται νοερὰ καὶ αἰσθητὰ στὶς εὐλαβεῖς καὶ φιλόθεες ψυχὲς μὲ τὴν μετάληψη τῶν ἁγίων μυστηρίων. Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτό, πλημμυρισμένοι ἀπὸ τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη, βλέπουν μέσα τους καὶ φάτνη καὶ Ἀγγέλους, ποιμένες ἀγραυλοῦντες καὶ ἀστέρι ἀρτιφαές. Ἀκοῦνε τὸν ὕμνο τῶν Ἀγγέλων. Αἰσθάνονται τὴν ἕνωση τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὴν γῆ καὶ γεμᾶτοι ἀπὸ θάμβος ἀπευθύνονται μὲ τὸ στόμα τοῦ ποιητοῦ πρὸς τὸν ποιητὴ τῆς κτίσεως καὶ λένε: «τί δῶρο νὰ σοῦ προσφέρουμε, Χριστέ μας, ποὺ φάνηκες σὰν ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας πάνω στὴν γῆ; Γιατὶ σήμερα καθένα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δημιούργησες σοῦ προσφέρει τὴν εὐχαριστία. Οἱ Ἄγγελοι σοῦ προσφέρουν τὸν ὕμνο. Οἱ οὐρανοὶ τὸ ἀστέρι. Οἱ μάγοι τὰ δῶρα. Οἱ ποιμένες διακηρύττουνε τὸ θαῦμα. Ἡ γῆ σοῦ προσφέρει τὴν σπηλιά. Ἡ ἔρημος τὴν φάτνη ποὺ γεννήθηκες. Κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι σοῦ προσφέρουμε τὴν Παρθένο Μητέρα».

Καὶ ὅταν πιὰ ξημερώση καὶ ἀντικρύσουν τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μὲ τὸ βρέφος Ἰησοῦ, ἀντιλαμβάνονται πὼς ἔχουν ἀποκτήσει μητέρα. Καὶ αὐτοὶ οἱ φυγάδες τοῦ κόσμου καὶ τῆς κοσμικῆς τύρβης, ποὺ ἀπαρνήθηκαν γονεῖς καὶ ἀδελφοὺς καὶ κάθε συγγένεια, αἰσθάνονται τὴν μητρικὴ θαλπωρὴ καὶ τὰ φιλόστοργα χάδια τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου, ποὺ βαστάζει στὴν ἀγκαλιά της τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, ποὺ ἀνέλαβε τὴν ξεπεσμένη ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν ἕνωσε μὲ τὴν Θεότητα μὲ ἕνα δεσμὸ ἄρρηκτο καὶ αἰώνιο.
Ἔτσι ἐμεῖς περνᾶμε τὶς μέρες μας καὶ τὶς νύχτες στὸν ἱερὸ Ἄθωνα καὶ ἔτσι γιορτάζουμε τὶς μεγάλες γιορτές, ὅπως ἀχνὰ ἀφήσαμε νὰ φανῆ στὸ κείμενο, γιατὶ εἶναι κρῖμα νὰ γιορτάζη κανεὶς Χριστούγεννα χωρὶς Χριστό.
Ἱερὰ Μονὴ Δοχειαρίου.
Προεόρτια Χριστουγέννων 2005.