13.3 C
Athens
Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣΠερί κατάργησης του αμετάθετου των μελών του ΔΣ των πρωτοβάθμιων οργάνων και...

Περί κατάργησης του αμετάθετου των μελών του ΔΣ των πρωτοβάθμιων οργάνων και άλλες παθογένειες στην θεσμική εκπροσώπηση των ΕΔ

Γράφει ο Τομεάρχης Νομικών Θεμάτων της ΠΟΜΕΝΣ

Ανθυποπλοίαρχος (Ε) Γ. Λέντζιος ΠΝ


Ο οποιοσδήποτε ασχολείται ενεργά με τα κοινά (θεσμική εκπροσώπηση) τέλει σε ειδικό καθεστώς προστασίας από τους νόμους του κράτους, αλλά κυρίως προστατεύεται από τον θεμελιώδη νόμο, το Σύνταγμα μας. Ο λόγος για τον οποίο επέλεξε ο Συντακτικός Νομοθέτης να προστατέψει τους συνδικαλιστές κρύβει σοφία πίσω του! Με βάση την εμπειρία των περασμένων δύο αιώνων, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων, είχε παρατηρηθεί το φαινόμενο οι εργοδότες να απολύουν τους εργαζόμενους οι οποίοι διαμαρτύρονταν ή παρακινούσαν και άλλους να διαμαρτύρονται για τις συνθήκες εργασίας, τον χαμηλό μισθό, το ωράριο, την υγιεινή και την ασφάλεια στην εργασία και για πολλά άλλα σχετικά με αυτήν. Όσο αναπτύσσονταν οι οικονομίες, τόσο γίνονταν και πιο “ανθρώπινο” το νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με το περιβάλλον εργασίας, ενώ σταδιακά άρχισε η κατοχύρωση των εργαζομένων με συλλογικές συμβάσεις αλλά και με την εισαγωγή κρατικών μέτρων, τα οποία καθιέρωναν υποτυπώδη προστασία στα εκλεγμένα πρόσωπα / αντιπροσώπους τα οποία εκπροσωπούσαν τους εργαζομένους στις διαβουλεύσεις με τους εργοδότες. Παράλληλα εξειδικεύθηκε η προστασία αυτών των εργαζομένων (διασφάλιση έναντι του κινδύνου της απόλυσης ή  της τοποθέτησης σε εκμετάλλευση ευρισκόμενη σε άλλη περιοχή, ως αντίποινα του εργοδότη σε περίπτωση μη αποδοχής από τους συνδικαλιστές των όρων που επιθυμούσε να γίνουν αποδεκτοί).
Οι συνδικαλιστές λοιπόν, ήταν πρόσωπα υψηλού κινδύνου με κύριο κίνδυνο την απώλειας της εργασίας τους εξαιτίας της δράσης τους. Μια δράση, η οποία σε τελική ανάλυση ασκούνταν για κοινό συντεχνιακό σκοπό. Εν τω μεταξύ, η σύμπραξη της διεθνούς κοινότητας, μέσω του ΟΗΕ απέδωσε την ΔΙΕΘΝΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ILO), η οποία μέσα από μια σειρά διεθνείς συμβάσεις επιδιώκει την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και των διεθνώς αναγνωρισμένων ανθρωπίνων και εργασιακών δικαιωμάτων. Καθορίζει τα διεθνή πρότυπα εργασίας με τη μορφή συμβάσεων και συστάσεων οι οποίες ορίζουν τα ελάχιστα πρότυπα των βασικών δικαιωμάτων εργασίας. Παράλληλα το ευρωπαϊκό κεκτημένο και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) περιέχουν σαφείς ρυθμίσεις προστασίας των εν λόγω προσώπων. Αμφότερες δε, επηρέασαν το Σύνταγμα μας κατά την σύνταξη του, ενώ αποτελούν δεσμευτικό επίσης δίκαιο στο εσωτερικό της χώρας μας.

Ειδικότερα, το Σύνταγμα μας, ορίζει στο άρθρο 23 τα εξής: “Tο Kράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ’ αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου.” Τι σημαίνει αυτό; Πολύ απλά, στην όποια νομοθετική εξειδίκευση των όρων και των προϋποθέσεων της συνδικαλιστικής ελευθερίας, θα πρέπει να ορίζονται και τα προσήκοντα μέτρα προστασίας των εργαζομένων, έναντι των κακόβουλων ενεργειών του εργοδότη / της  Διοίκησης, με αφορμή την άσκηση των συνδικαλιστικών καθηκόντων του. Και  τούτο γιατί δεν νοείται συνδικαλιστική ελευθερία και συνδικαλιστική δράση δίχως κάποια ελάχιστη κατοχυρωμένη προστασία τον προσώπων οι οποίοι την ασκούν, πράγματι, σε ένα περιβάλλον από το οποίο μπορεί να απειληθούν ή να υπονομευθούν από όσους θίγονται από την δράση τους! Αυτό το αναγνωρίζει το Σύνταγμα μας (φυσικά και διεθνώς συμβαίνει αυτό) για αυτό και ΑΠΑΙΤΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟ ΝΟΜΟΘΕΤΗ ΝΑ ΛΑΒΕΙ ΤΑ ΠΡΟΣΗΚΟΝΤΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΣΠΙΣΗ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ.  Ένας νόμος λοιπόν, που έρχεται στην ΒτΕ πρέπει να περιέχει την παραπάνω σαφή και ορισμένη πρόβλεψη. Ειδάλλως δεν πληροί την συνταγματική επιταγή περί προστασίας των συνδικαλιστών και έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το σχετικό άρθρο του Συντάγματος. Έτσι, ενώ μπορεί να θεσπιστεί νόμος με στόχο να φαλκιδεύει (περιορίζει υπερβολικά τις νόμιμες προστασίες / δικαιώματα των δικαιούχων), το Σύνταγμα στέκεται εκεί ως εγγυητής και σε περίπτωση σύγκρουσης του περιεχομένου του νόμου με το Σύνταγμα, ΠΑΝΤΑ υπερισχύει το τελευταίο ενώ ο πρώτος δεν εφαρμόζεται ως ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ (ενδεχομένως επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς).
Ερχόμαστε τώρα στην όψιμη πραγματικότητα την οποία δημιούργησε η καινοφανής ρύθμιση του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, σύμφωνα με την οποία αίρεται η προστασία των συνδικαλιστών των πρωτοβάθμιων Ενώσεων που συστήνουν οι στρατιωτικοί. Πρόκειται για μια ρύθμιση η οποία βάλει ευθέως εναντίον της πρόβλεψης του Συντάγματος, καθώς δεν περιορίζει έστω μερικώς το δικαίωμα προστασίας των στελεχών που καρπώνονται το εν λόγω ευεργέτημα μέσω της εκλογικής διαδικασίας, αλλά το καταργεί! Σαφώς και η παραπάνω ρύθμιση αφήνει απροστάτευτα τα στελέχη και εμμέσως “κλείνει” το μάτι στα Γενικά Επιτελεία αφού τους παρέχει την δυνατότητα να υπολογίζουν στον προγραμματισμό των μεταθέσεων και αυτή την πρώην προστατευόμενη κατηγορία των στρατιωτικών.
Φυσικά, όλα όσα αναφέραμε παραπάνω για την προστασία του Συντάγματος πιστεύουμε ακράδαντα ότι ΙΣΧΥΟΥΝ  ΣΤΟ ΑΚΕΡΑΙΟ. Εάν λοιπόν, με βάση την νέα πρόβλεψη του νόμου, κάποιο εκλεγμένο στέλεχος, για το οποίο ίσχυε μέχρι την δημοσίευση του νόμου το αμετάθετο του (και για όσο θα ασκούσε τα καθήκοντα του), εφόσον διαταχθεί να λάβει φύλλο πορείας με μετάθεση για υπηρεσία σε άλλη περιοχή της χώρας, τότε, η εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη της μετάθεσης θεωρούμε ότι ερείδεται στην ισχύ αντισυνταγματικού νόμου, ο οποίος καταργεί δικαίωμα του. Μπορεί δε να ελεγχθεί ως τέτοιος με έλεγχο ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Η δε διαδικασία της ενδικοφάνους προσφυγής και εν συνεχεία τα ασφαλιστικά μέτρα είναι αναγκαία, αν δεν ανακληθεί η διοικητική πράξη εξαιτίας της εξέτασης της πρώτης. Σε κάθε περίπτωση πιστεύουμε ως ΠΟΜΕΝΣ στην δικαίωση του στελέχους, ακόμα κι αν δεν τροποποιηθεί το επίμαχο άρθρο.
Ας σταθούμε όμως λίγο στο ηθικό κομμάτι. Κύκλοι, οι οποίοι θέλουν επίσης να λέγονται συνδικαλιστές, επιχαίρουν με την σχετική νομοθετική πρωτοβουλία του κυρίου Υφυπουργού Εθνικής Άμυνας. Αυτοί οι κύκλοι νεκραναστήθηκαν με τον ίδιο νόμο και λογικό είναι να προτιμούν να “πυροβολούν” ακόμα και τα πόδια τους, γιατί κατ’ αυτούς ακόμα και ένα κουτσό πόδι είναι καλύτερο από ένα φέρετρο! Αφού, δίχως τις επιπλέον προβλέψεις αυτού του νόμου, και με βάση τις τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις είχαν πάψει να υπάρχουν στον νομικό κόσμο.  Τους καταλαβαίνουμε …
Όμως, τα δικαιώματα τα οποία κατακτήθηκαν με αγώνες δύο αιώνων δεν είναι κανενός κτήμα για να τα εκποιεί, ανήκουν στην ολότητα! Χωλή (κουτσή) θεσμική εκπροσώπηση, δεν μπορεί να υπάρξει γιατί απλά δεν μπορεί να λειτουργήσει! Ο καθένας θα έβαζε την ασφάλεια της οικογένειας του πάνω από την εκδικητική μετάθεση εξαιτίας της ενασχόλησης με τα κοινά! Για πιο λόγο να το διακινδυνεύσει; Δεν χρειάζεται καν να δώσει εξηγήσεις για την πρόκριση του δικαιώματος του της αυτοπροστασίας.  Γι’ αυτό, σοφά το Σύνταγμα ορίζει πως δεν χρειάζεται να πάρει ρίσκα και τον κατοχυρώνει! Δεν θα κάνουμε πισωγυρίσματα και εκπτώσεις σε πράγματα τα οποία θεωρούνται δεδομένες κατακτήσεις επί δεκαετίες. Αυτή η σπουδή από κύκλους για την υιοθέτηση με θέρμη της κατάργησης της θεσμικής προστασίας, εν είδει διαμοιραζόμενης επικοινωνιακής “μπαρούφας”, η οποία ευελπιστούν τάχα πως ακούγεται ως χαρμόσυνος ήχος στα αυτιά της Διοίκησης, πριν ακόμα δημοσιευθεί ο νόμος στο ΦΕΚ, δημιουργεί προβληματισμούς, ενώ προκαλεί μειδίαμα  και στους πιο ανυποψίαστους …
Σε κάθε περίπτωση, είναι άλλος ο κοινωνικός σκοπός του αμετάθετου λόγω κοινωνικών κριτηρίων (πολύτεκνος, Ελαφρός Υπηρεσίας, κ.α.) και άλλο το αμετάθετο λόγω της προστασίας που απορρέει από τα εργασιακά δικαιώματα και της ενασχόλησης με αυτά. Είναι δύο διαφορετικές καταστάσεις, δεν συγκρούονται και δεν αλληλεπιδρούν αλλά ούτε υποκαθιστά ή εξαρτάται η μία από την άλλη. Όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού συσχετιζόμενα και συγκρινόμενα με σαφή διάθεση αποδόμησης και δημιουργίας “τεκμηρίου ενοχής” σε βάρος συναδέλφων λες και πρόκειται για απατεώνες!
Γιατί όμως, επί του πρακτέου, δεν δύναται να λειτουργήσει ένα πρωτοβάθμιο σωματείο με την άρση του αμετάθετου; Πολύ απλά, οι εκλογές τελούνται κάθε τρία έτη. Με δεδομένη την ροή των μεταθέσεων στα περισσότερα μέρη της χώρας κάθε δύο ή και παραπάνω έτη, ακόμα και σε ένα έτος είναι δυνατό όλο το ΔΣ να μετατεθεί, δίχως να υπάρχουν αναπληρωματικά μέλη. Κι αν δεν συμβεί αυτό τον πρώτο χρόνο, θα συμβεί τον δεύτερο. Η απαρτία θα πάψει να υπάρχει και θα είναι αναγκαία η εκλογική διαδικασία εκ νέου για αναπλήρωση των κενών θέσεων. Οι απαιτήσεις όμως της θεσμικής εκπροσώπησης είναι έξτρα βάρος στην καθημερινότητα κάποιου, καθώς δεν απαλλάσσεται των υπηρεσιακών καθηκόντων του. Συνεπώς, κάποια στιγμή η δεξαμενή των ενδιαφερομένων προσώπων για προσφορά στον συνάδελφο θα στερέψει. Και τότε τι θα συμβεί; Απλά το πρωτοβάθμιο όργανο θα οδηγηθεί στην διάλυση γιατί θα μείνει ακέφαλο! Αυτό ήθελε να πετύχει ο νέος νόμος; Την νέκρωση της βάσης της θεσμικής εκπροσώπησης; Την απαξίωση του θεσμού; Για αυτό το αποτέλεσμα χαιρεκακούν κάποιοι οι οποίοι δεν έχουν ενόραση; Τι θα μείνει ως πυλώνας για την ουσιαστική στήριξη και διεκδίκηση των δικαίων των συναδέλφων; Κλίκες των ολίγων;

Το πρόβλημα της κατάργησης του αμετάθετου των πέντε μελών ανά  πρωτοβάθμια Ένωση, έτσι όπως αυτό εισάγεται με νέα ρύθμιση στον συνδικαλιστικό νόμο, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως σύμπτωμα μιας πολύπλοκης εγγενούς δομικής πραγματικότητας και όχι ως αίτιο κάποιας θεσμικής δράσης, ως το ελάσσων και όχι το μείζων στα θεσμικά πεπραγμένα, αλλά και ως συνέχεια μιας διελκυστίνδας που εξελίσσεται σε χώρους πέρα και πάνω από τα όργανα των Ενώσεων.
Η εγγενής δομική πραγματικότητα έγκειται στους μηχανισμούς και τους τρόπους λειτουργίας αυτών στην δημοκρατίας μας, τουλάχιστον έτσι όπως αυτοί αλληλεπιδρούν με κάθε συλλογικό φαινόμενο. Ως συλλογικό φαινόμενο εννοούμε εκείνη την συμπεριφορά  η οποία αναπτύσσεται σε χώρους έκφρασης και δράσης, στους οποίους δραστηριοποιούνται συλλογικότητες, λαμβάνουν χώρα συμμετοχικές διαδικασίες αλλά και παρέχονται δυνατότητες ενάσκησης επιρροής, εξουσίας και ελέγχου. Τέτοιον χώρο αποτελεί και η θεσμική εκπροσώπηση στις Ένοπλες Δυνάμεις.
Το γιατί θα πρέπει να υπάρχει θεσμική εκπροσώπηση στις Ένοπλες Δυνάμεις αλλά και το πώς δύναται να λειτουργήσει ομαλά, το αναλύσαμε σε προγενέστερο άρθρο: https://kranosgr.blogspot.com/2018/08/blog-post_761.html
Εξετάζοντας όμως, τους “μηχανισμούς” οι οποίοι επενεργούν στην λειτουργία της θεσμικής εκπροσώπησης, αναγκαστικά διερχόμαστε από τον χώρο της κεντρικής πολιτικής εξουσίας και τους περιοδικούς υποψήφιους μνηστήρες αυτής, δηλαδή την Κυβέρνηση και τα κόμματα. Κάθε πολιτικός σχηματισμός αναζητά πρόσβαση σε κάθε συλλογικό φαινόμενο. Υγιής και θεμιτός στόχος, ως διεργασία, με την εκδήλωση όμως συμπεριφοράς η οποία να προωθεί και να επιδιώκει την επαφή με την εκάστοτε κοινωνία των πολιτών, την ανάγνωση των αναγκών της, την προώθηση πολιτικών για την επίλυση των προβλημάτων της και την από κοινού αναζήτηση και υλοποίηση στοχεύσεων και οραμάτων. Όμως, τυγχάνει αρρωστημένος και αποδομητικός στόχος κατά εκείνη την εκδήλωση συμπεριφοράς, η οποία επιδιώκει τον σταδιακό έλεγχο του βηματισμού, των εκδηλώσεων της έκφρασης και εν τέλει την υπαγόρευση εντολών που φτάνουν μέχρι τον ετεροκαθορισμό του συλλογικού φαινομένου, σε σημείο καταστρατήγησης του κοινωνικού σκοπού του!
Από τον άτυπο ανταγωνισμό ανάμεσα στα κόμματα εξουσίας, δεν θα είναι δυνατό  να ξεφύγει η θεσμική εκπροσώπηση, ως χώρος ενδιαφέροντος και ανάπτυξης αντιπαράθεσης, εφόσον βρει «ευάλωτες» συνθήκες. Η υποτιθέμενη ή η σε κάποιο βαθμό επίτευξη συγκαλυμμένης διείσδυσης στα Νομικά  Πρόσωπα των Ενώσεων / Σωματείων, ενδεχομένως να καταστεί εφικτή όταν ο νόμος δεν θα παρέχει τις ανάλογες εγγυήσεις, αλλά κυρίως όταν θα υπάρχουν φαινόμενα Ενώσεων οι οποίες αναζητούν διακαώς “δίκτυο” προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση των συντεχνιακών τους ζητημάτων (καθόλα νόμιμη και δημοκρατική διαδικασία αν τηρηθούν οι ισορροπίες) ή “κηδεμόνα” προκειμένου να επιβιώσουν έναντι εχθρικά διακειμένων κυβερνητικών αξιωματούχων, “ατυχών” νομοθετικών ρυθμίσεων ή ακόμα και δυσμενών δικαστικών αποφάσεων. Τότε, και μόνον τότε θα μπορούσε να λεχθεί “ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν” για τα πολιτικά κόμματα, -εφόσον κληθούν- θα είναι δυνατό να ασκήσουν επιρροή στα εσωτερικά όργανα των Ενώσεων με μόνο όριο την δική τους σκοπιμότητα. Ο δε κίνδυνος, οι Ενώσεις να μην λειτουργούν αφενός με βάση τον νόμο και αφετέρου να δρουν σε βάρος των συμφερόντων και των διεκδικήσεων των μελών τους θα είναι υπαρκτός (σε περίπτωση δε που το κόμμα διείσδυσης είναι Κυβερνητικό, ο έλεγχος που θα ασκείται, ενδεχομένως να τις οδηγήσει σε παράλυση προς χάριν της κυβερνητικής πολιτικής). Σε περίπτωση δε που αναπτυχθούν τέτοιες δράσεις, θα έχουμε διέλθει το κατώφλι του αξιόποινου. Όλα όμως τα παραπάνω, είναι απλώς εικασίες, οι οποίες φτάνουν σε χαοτικά παρακλάδια. Μένει ο χρόνος να φανεί αν μπορεί και έχει την ωριμότητα η θεσμική εκπροσώπηση να βαδίσει ακηδεμόνευτη!
Ας δούμε όμως εν συντομία την στρατιωτική θεσμική εκπροσώπηση στην Ελλάδα, έτσι όπως διαμορφώθηκε. Υπήρξε πάγιο αίτημα χρόνων, από ολίγους, η επέκταση του δικαιώματος του “συνδικαλίζεσθαι” και στις ΕΔ,. Πολεμήθηκε σκληρά (δεν μπορούμε να το κρύψουμε), ευοδώθηκε όμως ύστερα από απόφαση του Αρείου Πάγου, ο οποίος αναγνώρισε το σχετικό δικαίωμα και στους στρατιωτικούς. Όταν όμως ο νομοθέτης έφερε τον σχετικό νόμο για την θεσμική εκπροσώπηση στις Ένοπλες Δυνάμεις, αντί να αφήσει το πεδίο να διαμορφωθεί από την ελεύθερη βούληση των στρατιωτικών, φωτογράφησε μια υφιστάμενη δευτεροβάθμια ένωση με επαγγελματικά  δικαιώματα διάφορης κατηγορίας (ταξιτζήδων κτλ), την ΠΟΕΣ. Της έδωσε όμως ένα περιθώριο ολίγων μηνών για να διορθώσει το καταστατικό της, τόσο αυτή όσο και τα πρωτοβάθμια σωματεία της.
Η εσωτερική όμως δυσαρέσκεια ήταν ιδιαίτερα έντονη, για λόγους οι οποίοι σχετίζονταν με τις αμφίβολες δημοκρατικές διαδικασίες λήψεως αποφάσεων αλλά και για άλλους (όπως μαρτυρούν οι ίδιες οι Ενώσεις), έτσι οδηγήθηκαν μια σειρά από πρωτοβάθμια σωματεία -με πρωτοβουλία τους- στην έξοδο από το αρχικό σχήμα. Παράλληλα η προθεσμία του φωτογραφικού νόμου εξέπνευσε! Οι Ενώσεις που αποχώρησαν ίδρυσαν δική τους δευτεροβάθμια Ένωση, την ΠΟΜΕΝΣ. Κατέθεσαν δε, -σύμφωνα με τον νόμο- αίτηση αναγνώρισης τους ως δευτεροβάθμιο όργανο στο αρμόδιο δικαστήριο. Ήδη η Κυβέρνηση είχε φέρει δεύτερη φωτογραφική διάταξη με την οποία έδινε επιπλέον μήνες προθεσμία στην ΠΟΕΣ για να τακτοποιήσει το καταστατικό της. Το δικαστήριο όμως έκανε δεκτή την αίτηση της ΠΟΜΕΝΣ και απέρριψε αυτήν της ΠΟΕΣ ως εκπρόθεσμη! Δεν αναγνώρισε επίσης στην σχετική ανακοπή την επίδραση του νέου νόμου, καθώς δεν υπήρξε αναδρομική πρόβλεψη στην ισχύ του! Η απόφαση που εκδόθηκε ήδη από τις αρχές του 2018, ήταν εκτελεστή, δίχως ανασταλτικό αποτέλεσμα εκ της ασκήσεως της Εφέσεως. Η Διοίκηση όμως, πολιτική και στρατιωτική αρνούνταν σιωπηρά να την εφαρμόσει! Σε αντίθεση με την διοίκηση του ΕΦΚΑ, ο οποίος προχώρησε στις σχετικές αντικαταστάσεις των προσώπων. Εξήγηση από την διοίκηση δεν δόθηκε ποτέ. Ζητήθηκε δε άτυπα η αναμονή της αποφάσεως του Εφετείου. Αυτή ήρθε ένα έτος αργότερα και απλά επιβεβαίωσε την πρωτόδικη απόφαση. Η ΠΟΕΣ καταργήθηκε και διαγράφηκε τελεσίδικα. Πλέον τα εναπομείναντα πρωτοβάθμια σωματεία της έπρεπε να ενταχθούν στην ΠΟΜΕΝΣ, σύμφωνα με τον νόμο
 Η Διοίκηση, έπρεπε να εφαρμόσει τις δικαστικές αποφάσεις και τον νόμο. Δεν υπήρξε όμως καμία ανταπόκριση παρά τις οχλήσεις και για αυτό η ΠΟΜΕΝΣ αναγκάστηκε να στείλει εξώδικο προς κάθε εμπλεκόμενο, καλώντας τον να εφαρμόσει την απόφαση της δικαιοσύνης. Αντ’ αυτού  η Κυβέρνηση έφερε τροπολογία στην βουλή με την οποία, με μια φωτογραφική διάταξη ακόμα απαξιώνε τις αποφάσεις των δικαστηρίων και εκχωρούσε δικαίωμα ύπαρξης και δραστηριοποίησης και σε άλλες δευτεροβάθμιες οργανώσεις, οριστικοποιώντας την διαίρεση και την διάσπαση στην θεσμική εκπροσώπηση. Παράλληλα δε αφαιρούσε το δικαίωμα του αμετάθετου (συνταγματική προστασία) από όλα τα πρωτοβάθμια σωματεία!

Ένας νόμος, ο οποίο τέθηκε σε ισχύ πριν από 2.5 χρόνια, άλλαξε ήδη δύο φορές, από την ίδια Κυβέρνηση. Αν αυτό δεν δείχνει προχειρότητα και σκοπιμότητες τι δείχνει;  Σε κάθε περίπτωση, οι τελευταίες του διατάξεις θεωρούμε πως είναι πρόδηλα αντισυνταγματικές αλλά και διασπαστικές. Πριν ακόμα φτάσει στο ΦΕΚ για δημοσίευση, είμαστε πεπεισμένοι για την ανάγκη της αλλαγής του εκ νέου!
Αναρωτιόμαστε όμως και για το εξής: πως μπορεί να σκληρύνει και να γίνει ακόμα και δυσάρεστος κάποιος θεσμός, πως μπορεί να παραμείνει υγιής, όταν πρέπει να πιέσει για αλλαγές υπέρ των συναδέλφων, με δεδομένο ότι ο αποδέκτης της συμπεριφοράς του, είναι  η Κυβέρνηση, η οποία, τρεις φορές αποπειράθηκε να τον σώσει; Ίσως τελικά το θεμελιώδες ερώτημα να μην αφορά την άρση του αμετάθετου των συνδικαλιστών, αλλά το κατά πόσο μπορούν οι Ενώσεις να παραμείνουν ζωντανές και ακηδεμόνευτες την επόμενη ημέρα της ισχύος του νόμου …